Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ο ξένος


  Ο ξένος

Ως να μην είχε θέση στον κόσμο
τούτο, κοιτούσε γύρω παράξενα.
Βάδιζε μέρα – νύχτα σχεδόν.
Στην αγορά ή στο θέατρο, στο πάρκο ή στο σπίτι,
ήταν στο δρόμο. Ένας ξένος που κοίταζε οδούς και αριθμούς. Έλειπαν  όμως
η οδός του κ’ η πόρτα του. Μόνος του, δίχως
κλήρο στο χώμα ν’ ακουμπήσει τα γόνατα
για μια προσευχή, π ο ύ ν α π ά ε ι
 κ α ν ε ί ς
ό τ α ν ε ί ν α ι έ ν α ς ξ έ ν ο ς;
Νικηφόρος Βρεττάκος





Ο Ξ έ ν ο ς
Γιατί ο ξένος δεν γνωρίζει την πολιτεία την ημέρα.
Ο ξένος το βράδυ γνωρίζει την πολιτεία, όταν κοιμάται.
Το πρωί φεύγει πάλι με το στυφό ύφος
αυτού που έψαχνε κάτι και δεν το βρήκε.
Εσύ που κάποτε τον αγάπησες
όταν τον δεις να περνάει από την πόρτα σου,
δώσ’ του κάτι από εκείνη την παλιά τρυφερότητα,
και σκέψου μετά από χρόνια
ότι πέρασε κάποτε από τη ζωή σου ο Οδυσσέας.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Από τη συλλογή «Οι πυροτεχνουργοί»


Ξενιτειά
Ξένος ὁ τόπος κι ὁ καιρὸς κι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ξένοι
μὲς στὴ μεγάλη μοναξιά. Μάταια ζητῶ ἕνα φίλο,
μὰ ἐκεῖ ποὺ παραδέρνομαι στὴ νύχτα τὴ θλιμένη,
ἀκούω σὲ κάποιο ἀλύχτημα τὸ σπιτικό μου σκύλο.
(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, Δ´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)
NIΡBANAΣ ΠΑΥΛΟΣ


«Εμείς δεν μεταναστέψαμε σαν τα πουλιά
σε σχηματισμό «V»…
 Στα σύνορα
 η τελευταία γουλιά δακρύων
 δάγκωσε τις λέξεις
και με το όνομα της μάνας
 βρέξαμε τα στεγνά μας χείλη»
(Λουάν Τζούλι, Αλβανίδα ποιήτρια, Μετανάστευση).

ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

"Δος μοι τούτον τον ξένον" - Έλλη Λαμπέτη


Περισσότερο «Ξένος» από όλους μας, από όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και όλων των αιώνων υπήρξε ο Χριστός μας. Το κακό είναι ότι ακόμη και σήμερα για πολλούς παραμένει ξένος και άγνωστος!
 Δος μου τούτο τον ξένο
που από βρέφος ακόμα                                             
ήταν απ τον κόσμο αποξενωμένος
γιατί ήταν ξένος..

Δος μου τούτο τον ξένο
που και οι δικοί του
με μίσος τον θανάτωσαν
σα να ταν ξένος..

Δος μου τούτο τον ξένο
που παραξενεύομαι να  βλέπω
τον άξενο θάνατό του..

Δος μου τούτο τον ξένο
που ήξερε να φιλοξενεί
τους φτωχούς και τους ξένους..

Δος μου τούτο τον ξένο
που τα κράτη από φθόνο
τον αποξένωσαν απ΄ τον κόσμο..

Δος  μου τούτο τον ξένο
για να τον κρύψω μέσα στον τάφο
γιατί σαν ξένος που είναι
δεν έχει που ν΄απαγγειάσει..

(ελεύθερη απόδοση των συγκλονιστικών στίχων - λόγων του Ιωσήφ προς τον Πόντιο Πιλάτο, όταν πήγε να τον παρακαλέσει να του δώσει το σώμα του νεκρού Ιησού. 2018 χρόνια πέρασαν.. και η μοίρα του Ξένου δεν άλλαξε ποτέ..)

ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!

 Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ' άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια...
μη με φωνάζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε διαφέρει απ'  το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ' άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ’ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ'; αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλάτη μας βαραίνει,
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό
μέσ' απ' του χρόνου τα σκοτάδια                            
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει                   
όσοι διχάζουν
και σκοτώνουν το φτωχό,
αυτοί που κλέβουν
και μοιράζουν ψέμματα,
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς
και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας
όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη
τη σκληρή: «ξένος».
λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ' το μίσος
ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!
(Άγνωστος Μετανάστης )  

Δημήτρης Ζερβουδάκης - Του μετανάστη.

Άνθρωποι!!!!!











«Ξύπνα μαμά»



Γράφει η Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου

«Ξύπνα μαμά» Ξύπνα μαμά. Φοβάμαι και κρυώνω μαμά. Και βάζει και βροχές και δυναμώνει κι ο αέρας.
Έχω αφήσει πίσω τα ρούχα μου, δεν πρόλαβα να τα φορτώσω μαμά.
Έτριζε το σπίτι μας κι από το μπαλκόνι έβλεπες κύμα καταστροφής να έρχεται. Λέγαμε για πολέμους στο σχολείο και τα διάβαζα στα βιβλία και δεν φαινόταν τόσο τρομακτικό. Παίζαμε πόλεμο με τα παιδιά κάθε απόγευμα, στήναμε τα παιχνίδια μας -εκείνα που ξέχασα- και ρίχναμε το ένα πάνω στο άλλο. Γελούσαμε. Τότε γελούσαμε. Δεν ήταν παιχνίδια για παιδιά αυτά μαμά. Γιατί δεν μου τράβηξες τα παιχνίδια; Δεν είναι παιχνίδι ο πόλεμος και τα παιδιά δεν μπορούν να τον ελέγξουν, τα τρώει.
Τα άφησα πίσω τα παιχνίδια αυτά μαμά. Πόλεμος στον πόλεμο κι άφησα πίσω τους δικούς μου μαχητές. Έμειναν εκεί μαζί με τον μπαμπά. Φεύγοντας του είπα «Μπαμπά, σου αφήνω δυνατούς βοηθούς να σε προσέχουν». Κι εμένα μου είπε να προσέχω εσένα και την Αλίζ. Ξύπνα μαμά, ο μπαμπάς θα γυρίσει και θέλω να δει πως σε πρόσεχα.
Ξύπνα μαμά. Εδώ που ήρθαμε ο κόσμος έχει ηρεμία. Δεν μοιάζει με τον δικό μας. Μπορεί να δυναμώνει το κρύο και να μην έχουμε τοίχους να βάλουμε τα σώματά μας, μπορεί να πεινάμε λίγο παραπάνω αλλά δεν απειλούμαστε τόσο μαμά.
Ξύπνα μαμά κι έχουμε να διασχίσουμε τον σιδηροδρομικό σταθμό και δεν μπορώ να σηκώσω την Αλίζ και τις τσάντες μας, κι ο κόσμος περνάει και δεν σε σηκώνει κανείς. Τους κοιτάω στα μάτια και δεν έρχονται. Βιάζονται. Έχουν δρόμο. Έχουμε δρόμο, ξύπνα μαμά.
Όταν έβαζα τις μπλούζες μου στην πορτοκαλί μου τσάντα μου έλεγες πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος που φεύγουμε, πως είμαστε δυνατοί, μαχητές και υπερήρωες, όπως αυτοί στα παιδικά. Μου έλεγες να μην τα βάλω κάτω κι όποτε κουραστώ να πεισμώσω μαζί μου που κουράστηκα και να παλέψω ακόμη πιο δυνατά. Τα έλεγες και δάκρυζες μαμά κι εγώ σε αγκάλιαζα διαβεβαιώνοντάς σε να μην ανησυχείς.
Ξύπνα μαμά, έχω αφήσει την Αλίζ σε μία κυρία αγκαλιά και φοβάμαι μη μας την πάρει. Ξύπνα μαμά, γιατί δεν έχω τι να της πω. Είναι μωρό και στα μωρά δεν κάνει να μαυρίσουμε τις καρδούλες τους μαμά, έτσι δεν είναι;
Άνοιξε τα μάτια σου μαμά κι έχουμε να ζήσουμε πολλά ακόμη. Τώρα φτάνουμε. Περάσαμε τα δύσκολα. Περπατήσαμε, κολυμπήσαμε, τρέξαμε. Τώρα φτάνουμε μαμά.
Χθες σε ρώτησα πότε φτάνουμε. «Σε λίγο», μου ψιθύριζες και μου χάιδευες το κεφάλι. Το ίδιο κάνω κι εγώ τώρα.
«Ξύπνα μαμά, σε λίγο φτάνουμε, το υπόσχομαι, μ’ ακούς;»
Άνοιξε τα μάτια σου, έχεις να μας δεις να μεγαλώνουμε.
Άνοιξε τα μάτια σου, έχεις να περιμένεις τον μπαμπά.
Άνοιξε τα μάτια σου, έρχεται η γαλήνη.
Ξύπνα μαμά και πες μου πως έκλεισες τα μάτια για πλάκα.
Δεν είναι αστείο, μα θα σε συγχωρήσω και θα γελάσω.
Ξύπνα μαμά, δεν είναι όμορφοι οι άνθρωποι με τα μάτια κλειστά.
Δημιουργούνε φόβο στους γύρω μη δεν τα ξανανοίξουν.
Φοβάμαι μαμά, ξύπνα.
Πηγή: diaforetiko.gr