Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης: Ο ιερέας της Σπιναλόγκα

Σε όσα οξύμωρα συναντούμε γύρω μας λόγω της δικής μας, ανθρώπινης αδυναμίας, πάντα υπάρχει η δυνατότητα να συναντήσουμε πρότυπα φωτεινά, κρυμμένα συχνά στα παραλειπόμενα της ιστορίας.


Γράφει η Ελένη Ντίνου
Σε αυτές τις μορφές αξίζει να ξαποστάσουμε, να γυρέψουμε δύναμη και καλό παράδειγμα, να στρέψουμε την ανάγκη μας να στηριχτούμε. Πρόσωπα που πιθανόν να μην ταιριάζουν με τους σύγχρονους τεχνοκρατικούς θεούς που μας κυβερνούν, όμως εμπνέουν δύναμη και αισιοδοξία στις ανηφόρες της ζωής … 
Κάπως έτσι ήταν ο βίος ενός ιερέα που έγινε φάρος για πολλές πληγωμένες ψυχές. Ο πατέρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης ήταν ο παπάς με το τριμμένο ράσο που αγάπησαν οι λεπροί της Σπιναλόγκα. 
Ο μικρός αυτός τόπος εξορίας των χανσενικών, ογδονταπέντε στρέμματα όλα κι όλα, έγινε ξακουστός τα τελευταία χρόνια με το μυθιστόρημα της Victoria Hislop ("Το Νησί'') και το βασισμένο σε αυτό επιτυχημένο τηλεοπτικό σήριαλ. Τουριστική ατραξιόν πια, το καλοκαίρι ζωντανεύει ως σύμβολο του βουβού πόνου που συσσώρευσε στα χώματα του. 
Το όνομα του πατρός Χρύσανθου Κατσουλογιαννάκη έχει παραμείνει στη λήθη και δεν λέει τίποτα σε όσους επισκέπτονται το νησί, αν και η μορφή του έχει συνδεθεί όσο τίποτα με την ιστορία των χανσενικών της Σπιναλόγκα – μια περιήγηση στο διαδίκτυο θα σας πείσει. Η ζωή του πιθανόν να μην είχε κάτι το ξεχωριστό, αν σκεφτεί κανείς ότι γεννημένος στα Μουλιανά της Σητείας το 1893 έζησε μέσα στη φτώχεια, ορφανός από γονείς και μεγαλωμένος από τον ιερέα θείο του. Τα γράμματα που ήξερε ήταν αυτά της έκτης δημοτικού, χωρίς καν να μπορέσει να πάρει απολυτήριο. 
Όταν ο θείος του πέθανε, ο κατά κόσμον Ματθαίος ήταν μόλις δεκαπέντε ετών και τη φροντίδα του ανέλαβαν οι μοναχοί της Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής. Αυτό το ριζικό της μοίρας, ο Θεός το είχε εντάξει στη Θεία Πρόνοια, αφού τον είχε επιλέξει να φέρει εις πέρας ένα ύψιστο ανθρωπιστικό έργο. Σύντομα ο Ματθαίος θα γίνει μοναχός στη Μονή Τοπλού, ιεροδιάκονος και ιερομόναχος με το όνομα πια Χρύσανθος. 
Το 1941 τοποθετήθηκε στη Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Στη Σπιναλόγκα βρέθηκε ως εφημέριος, αναπάντεχα, χωρίς να το έχουν προγραμματίσει οι εκκλησιαστικές αρχές της περιοχής. 
Το 1947 ο τότε ιερέας του νησιού Μελέτιος Βουργούρης έλαβε μία δίμηνη άδεια για να μεταβεί στο Άγιον ¨Ορος και ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει αντικαταστάτη του. Οι λόγοι είναι προφανείς. 
Στη Σπιναλόγκα – και εδώ η προσφορά του παραπάνω μυθιστορήματος που εξιστορεί τις απάνθρωπες συνθήκες των λεπρών είναι σημαντική – οι εξορισμένοι χανσενικοί ζούσαν ουσιαστικά ενταφιασμένοι ζωντανοί χωρίς ελπίδα, γεμάτοι με εξανθήματα και έλκη, οστά που ατροφούσαν ή νεκρώνονταν. Η απλωμένη φρίκη ήταν ταυτόσημη με το νησί. Ούτε οι Γερμανοί κατακτητές πάταγαν το πόδι τους εκεί, αφήνοντας τους χανσενικούς να ζουν στη στιγματισμένη ελευθερία τους. 
Ο Ιεροπετρίτης ιερέας προθυμοποιείται να μεταβεί στο νησί ως αναπληρωτής του Μελέτιου και αφού εξασφαλίζει τη σχετική άδεια από τον επίσκοπο του φθάνει το 1947 για να μείνει εκεί δέκα ολόκληρα χρόνια! Ο Μελέτιος δεν επέστρεψε ποτέ στη θέση του. Λέγεται ότι την πρώτη φορά που έκανε τη Θεία Λειτουργία στον έναν από τους δύο ναούς της Σπιναλόγκα, αυτόν του Αγίου Παντελεήμονα, κανένας χανσενικός δεν πάτησε το πόδι του. Το κλάμα και ο οδυρμός τους για την άσχημη μοίρα τους είχε νικήσει την πίστη τους στο Θεό και η λαχτάρα να κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είχε σβήσει μέσα στην δικαιολογημένη πικρία που κουβαλούσαν. Ζούσαν κυριολεκτικά έναν Γολγοθά χωρίς Ανάσταση. Είχαν εγκαταλείψει συγγενείς και σπιτικά και ζούσαν περηφρονημένοι από όλους, ακόμα και από το κράτος που, πάμπτωχο, αδυνατούσε να προσφέρει τις σωστές υγειονομικές υπηρεσίες. 
Ως καλός ποιμένας, ο π. Χρύσανθος παρηγορούσε τους χανσενικούς και τους ζητούσε να πιστέψουν στο θαύμα της Ανάστασης, αφού χωρίς αυτό η πίστη είναι μάταιη, είναι κενή και ο θάνατος η μόνη βέβαιη προσμονή. Δεν ήταν εύκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. 
Αναφέρεται πως ένας ασθενής του υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να κοινωνήσει, αν μετά, κοινωνούσε και ο ίδιος ο ιερέας από το ιερό ποτήριο. Τότε, ναι, θα είχαν όλοι πειστεί για το θαύμα και θα προσέρχονταν στην κοινή Ανάσταση. 
Έτσι κι έγινε! 
Όταν ο λεπρός είδε στο τέλος, εκεί στην ιερά Πρόθεση, τον π. Χρύσανθο να καταλύει την Θεία Κοινωνία που είχε απομείνει, και όχι να τη ρίχνει στο χωνευτήρι όπως ο προκάτοχός του, τότε κατάλαβε πόσο μεγαλείο έκρυβε η αλήθεια της πίστης και ο ιερέας αυτός. Ο ιερέας που λίγο πριν και πάλι δεν φοβήθηκε να μοιράσει το αντίδωρο, ενώ οι λεπροί του ασπάζονταν το χέρι …. 
Ο π. Χρύσανθος τελώντας τα καθήκοντά του ως ιερέας στη Σπιναλόγκα, όχι μόνο δεν αρρώστησε, αλλά συνδεόταν όλο και περισσότερο με το ποίμνιό του. 
Το 1957 η ανακάλυψη των αντιβιοτικών οδήγησε στη θεραπεία των λεγόμενων χανσενικών και πολλοί επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κάποιοι σε πιο βαριά κατάσταση μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της πρωτεύουσας και το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε οριστικά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ζωντανό κοιμητήριο ψυχών κι έτσι το μνημονεύουμε ως σήμερα. 
Ο π. Χρύσανθος δεν θέλησε να φύγει από το νησί και παρέμεινε εκεί ολομόναχος, για δύο ακόμη χρόνια, αφού θεωρούσε χρέος του να τελεί τη Θεία Λειτουργία στους δύο ναούς του νησιού και να κάνει τρισάγια στους τάφους των νεκρών. Ζούσε με τις προσφορές των ψαράδων, τα τρόφιμα της αποθήκης του νησιού που είχαν απομείνει και κάποια κηπευτικά που έβαζε ο ίδιος. Όταν κλονίστηκε η υγεία του, δέκα χρόνια μετά, έφυγε από τη Σπιναλόγκα για να εγκατασταθεί στη Μονή Φανερωμένης. 
Μέχρι το θάνατό του, στις 3 Απριλίου του 1972, ο π. Χρύσανθος διαβιούσε σε πλήρη ακτημοσύνη προσφέροντας τη βοήθειά του σε όποιον τη χρειαζόταν, άξιος μαθητής Χριστού. Στη δράση του έβλεπε κανείς το θαύμα της Ανάστασης, την εκπλήρωση του ευαγγελίου της Κρίσης, όπως το ζήτησε ο Ιησούς ταπεινά από όλους μας. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της δράσης του στη Σπιναλόγκα, ο μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης απένειμε το 1970 εκκλησιαστικό οφφίκιο και δίπλωμα ευφήμου μνείας με την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης να ακολουθεί, τιμώντας τον με υποτροφία που χορήγησε σε άπορο σπουδαστή στη μνήμη του. 
Ο π. Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης δεν έχει αγιοποιηθεί, όμως υπήρξε ένας άγιος των ημερών του. Ένας πραγματικός μάρτυρας της Ορθόδοξης πίστης και του μεγαλείου του Θεού που επιτρέπει το Σταυρό, αλλά πάντα στέλνει το θαύμα της Ανάστασης.
πηγή:  http://www.pressworkers.com/

«Πάτερ ημών, των μαρτύρων…»


Ένας πολύ όμορφος βραζιλιάνικος χριστιανικός ύμνος,  επηρεασμένος από το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης.




Ελεύθερη απόδοση:
Πάτερ ημών, των περιθωριοποιημένων φτωχών
Πάτερ ημών, των μαρτύρων, των βασανισμένων
Το όνομά σου αγιάζεται από όσους πεθαίνουν υπερασπιζόμενοι την ζωη
Το όνομά σου δοξάζεται όταν η δικαιοσύνη είναι το μέτρο μας
Η βασιλεία σου είναι ελευθερία, αδελφοσύνη, ειρήνη και κοινωνία
Ανάθεμά σε όλη τη βία που κατατρώει τη ζωή με την καταπίεση
Θέλουμε να κάνουμε το θέλημά σου, ο Θεός είναι ο αληθινός απελευθερωτής
Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε τα διεφθαρμένα δόγματα της καταπιεστικής εξουσίας
Ζητάμε από Εσένα τον άρτο της ζωής, τον άρτο της ασφάλειας, τον άρτο για τα πλήθη
Τον άρτο που οδηγεί την ανθρωπότητα, που κτίζει ανθρώπους αντί για όπλα
Συγχώρεσέ μας όταν σιωπούμε μπροστά στο φόβο του θανάτου,
Συγχώρεσε και κατάστρεψε τα βασίλεια όπου η διαφθορά είναι ισχυρότερη.
Προστάτεψέ μας από τη σκληρότητα των ταγμάτων του θανάτου, από αυτούς που εξουσιάζουν
Πάτερ ημών, επαναστατικέ συνεργάτη των φτωχών, Θεέ των καταπιεσμένων
Πατέρα ημών, επαναστατικέ συνεργάτη των φτωχών, Θεέ των καταπιεσμένων
Πάτερ ημών, των περιθωριοποιημένων φτωχών
Πάτερ ημών, των μαρτύρων, των βασανισμένων

αναδημοσίευση από https://yperboles.wordpress.com/


Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Βιογραφικό Αγνώστου.


Image result for αναστάσιος μερκούρης
 Συγγραφέας :
Ο πάντα σεμνός Τάσος Μερκούρης, αγαπημένος φίλος και συνάδελφος. Ο Έλληνας Χόκινγκ,Βιολόγος- θεολόγος, δάσκαλος και μάρτυρας ενός άλλου τρόπου ζωής καταγράφει το ουσιαστικό βιογραφικό με το οποίο μας έκανε να τον αγαπήσουμε και να σκεφτούμε την ποιότητα του ανθρώπου για άλλη μια φορά.



 Στο βιογραφικό προσπαθούμε ν’ αποτυπώσουμε όσα και όποια καλύτερα στοιχεία μπορούμε για να φανεί η φαντασίωση της επιτυχίας. Επικαλούμαστε τίτλους που τους φορτωθήκαμε έστω και αν είναι άδειοι, καταγράφουμε προσόντα που ίσως θα θέλαμε να έχουμε.
Το δικό μου βιογραφικό-κατόρθωμα περιέχεται σε δέκα τέσσερις σελίδες. Τόσα χρόνια προσπαθούσα και το αύξανα.  Κάθε φορά που έγραφα μια γραμμή νόμιζα πως κέρδιζα ένα πόντο, γινόμουν ψηλότερος.
Σήμερα όμως θα προσπαθήσω να συμπληρώσω το πραγματικό μου βιογραφικό καταγράφοντας κάποια γεγονότα, σταθμούς στη ζωή μου.
Οι ρίζες μου είναι σαθρές. Για κοίτα, η σύλληψη μου έγινε μέσα σε πάθος και η μάνα μου με κυοφόρησε με αμαρτίες[1].
Με βάπτισαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όσοι ξέρανε είπανε Αμήν. Μου δώσανε όνομα. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Ήμουν πολύ χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Τα εγκεφαλικά μου κύτταρα, όμως, δεν ήταν ακόμη έτοιμα να παράγουν λεκτικά σχήματα, οι εγκεφαλικοί μου σύνδεσμοι δεν είχαν ολοκληρωθεί κι έτσι δεν μπόρεσε η μνήμη μου να διασώσει αυτή την εμπειρία.
Στην ώρα του Σπορέα εγώ αγόρασα το πετρώδες χωράφι, ήταν πιο φτηνό και ήθελα μεγάλο κομμάτι. Σε όποιο σημείο έβγαινε πυκνή φύτρα, φρόντιζα να σπέρνω ζιζάνια γιατί όπου ο Λόγος Του είναι αραιός μπορεί ν’ αναπτύσσεται το θέλημά μου.
Στη συνάντηση του Ιησού μ’ αυτό το καλό παιδί που είχε τα πολλά κτήματα, ήμουν μαζί με τον πολύ κόσμο. Άκουσα που του ζήτησε να πουλήσει όλα τα αγαθά του και να Τον ακολουθήσει. Ο καημένος έφυγε λυπημένος. Τον συνάντησα λίγο πιο πέρα και του χτύπησα τον ώμο.  Του είπα: Είσαι μόνος στη ζωή, τα χρήματα σου χρειάζονται, αν σου συμβεί  κάτι, ποιος θα σε βοηθήσει; Εξάλλου σου δίνεται η ευκαιρία να ζήσεις καλυτέρα. Γίναμε  φίλοι, του συμπαραστεκόμουν, όλο και κάτι μου ’δινε.
Στο δρόμο, κοντά στη Σαμάρια, ήμουν μεταξύ του ιερέα και του λευίτη για μεγαλύτερη ασφάλεια. Συναντηθήκαμε κι οι τρεις στο ύψωμα, πάνω απ’ τη γούβα που σύχναζαν οι κακούργοι. Κοιτούσαμε με τρόμο το φουκαρά τον Σαμαρείτη που προσπαθούσε να βοηθήσει τον ξένο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε την αφροσύνη του. Καλυτέρα να πέθαινε ένας παρά οι ληστές να μας πιάνανε όλους.
Τότε, που κρατούσανε πιστάγκωνα δεμένη την πόρνη και όλοι είχανε σηκώσει την πέτρα, εγώ ήμουν ακριβώς πίσω της, να μη με βλέπει. Ζύγιζα καλά την πέτρα μου πάνω απ’ το κεφάλι της. Αυτοί οι κιοτήδες δίστασαν και την τελευταία στιγμή το έβαλαν στα πόδια. Αγανάκτησα μαζί τους κι έφυγα πολύ στεναχωρημένος. Μπορούσε να με προδώσει κάθε  στιγμή, ήμουν απ’ τους πρώτους της πελάτες.
Στο συνέδριο των Γραμματέων πήγα μαζί με τον Ιούδα. Όσο εκείνος κανόνιζε την τιμή, εγώ τον σκούνταγα δυνατά και του πάταγα το πόδι. Αυτός όμως, τυφλωμένος απ’ το πάθος  του, δεν καταλάβαινε τίποτα. Έξω που βγήκαμε τον είπα βλάκα. Ήταν καλή δουλειά και μας είχανε ανάγκη, μπορούσαμε να βγάλουμε περισσότερα. Ευτυχώς  που κρεμάστηκε αμέσως και γλύτωσα απ’ το άγχος να με πουν και ’μένα προδότη.
Θα σας αποκαλύψω ένα  ιστορικό λάθος. Στο Γολγοθά δε σταύρωσαν τον Χριστό με άλλους δύο ληστές, αλλά τρεις. Ο τρίτος ήμουν εγώ. Τυφλωμένοι οι στρατιώτες απ’ την άγρια χαρά που προκαλεί το αίμα και τα βογγητά των θυμάτων, με κάρφωσαν χωρίς εντολή. Όταν άκουγα τον αριστερό ληστή να βρίζει και να φωνάζει  έλεγα έχει δίκιο, μετά θύμωσα με τον δεξιό. Αυτά που έλεγε ήταν προβοκατόρικα, αν όλοι μαζί φωνάζαμε ίσως ο Χριστός να μας έσωζε. Ο σταυρός μου ήταν πιο κάτω και ξεμάτωσα γρήγορα, δεν είχα δύναμη να φωνάξω, γι αυτό δε με πρόσεξε κανείς.
Άκουγα τον Ιησού, όσους ψίθυρους έφερνε ο αέρας κύματα-κύματα. Πατέρα, έλεγε, μ’ έστειλες εδώ να σώσω όλο τον κόσμο. Έρχομαι πάλι κοντά σου και το έργο που μου ’δωσες τελείωσα. Ήρθε η ώρα να δοξάσεις τον Υιό Σου και ο Υιός Σου να δοξάσει τον Πατέρα και αυτή είναι η αληθινή δόξα ότι η αγάπη Σου υπερίσχυσε όλης της αμαρτίας. Πατέρα άγιε, δέξου τους στο όνομά Σου για να είμαστε σαν ένας στο σύνδεσμο της αγάπης, όπως εμείς[2]. … Συγχώρεσε όλο τον κόσμο, δεν ξέρει τι κάνει[3]. Συγχώρεσε τους σταυρωτές, δεν ξέρουν τι κάνουν. Συγχώρεσε όσους περιφρόνησαν το λόγο μου, όσους αντιτάχτηκαν σ’ αυτό, όσους έκαναν την αγάπη ανενεργή, όσους αμάρτησαν στο ίδιο το σώμα τους, δεν ξέρουν τι κάνουν. ….
Στα λόγια αυτά γεννιότανε μέσα μου μια ελπίδα. Έτσουζαν τα μάτια μου απ’ τα δάκρια, μα πώς να τα σκουπίσω; Ήμουν βέβαιος ότι θα συγχωρούσε και τον προδότη αν δεν είχε κρεμαστεί. Ζαλιζόμουν πολύ, έχασα τις αισθήσεις. Δεν ξέρω τι έγινε μετά.
Τον είδα, άκουσα πολλά απ’ τα λόγια Του. Ήτανε όμορφα κοντά Του. Παρακολουθούσα μετά τα γεγονότα από μακριά. Είδα τις Μυροφόρες που τρελές από χαρά γυρίζανε απ’ τον άδειο Τάφο. Ζήλεψα. Ακολούθησα διακριτικά την πορεία προς Εμαούς και κάπου-κάπου ένιωθα την καρδιά μου να φλέγεται[4]. Μέσα σ’ αυτή τη θέρμη έσβηνε κάθε γήινη και υλική επιθυμία[5].
Η κλάση του άρτου μου έδινε ζωή. Το κοινό ποτήρι αύξανε την ελπίδα, αναθέρμαινε την επιθυμία μου.
Τώρα περιμένω την άλλη καλύτερη μέρα της ζωής μου. Τότε που τα ζωτικά μου όργανα δεν θα μπορούν πια να  μου στηρίξουν άλλο αυτή τη  ζωή. Τότε θα έλθει Εκείνος και θα με φωνάξει με το όνομά μου.

Άγνωστος,  από φόβο μη χάσω την υπόληψη που μου έχετε.
Άγνωστος, από φόβο μήπως δε με πιστέψετε.

«ΣΥΝΑΞΗ» Τεύχος 148, σελ. 95.  Δεκέμβρης 2018.


[1] Ψαλμ. ν΄, 7. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.
[2] Ιωά. Ιζ΄, 1- 13.
[3] Λουκ. ΚΓ΄, 34 δ ησος λεγε· πτερ, φες ατος· ο γρ οδασι τ ποιοσι.
[4] Λουκ. κδ΄, 32 Κα επον πρς λλλους· οχ καρδα μν καιομνη ν ν μν, ς λλει μν ν τ δ κα ς δινοιγεν μν τς γραφς;
[5] Ευχή αποδείπνου, πν γεδες καί λικόν μν φρόνημα κοίμισον.