Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Από το όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού του Γιάννη Ρίτσου


Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ' τα δέντρα
κανένας δεν την άκουσε
Τα σκυλιά δε γαυγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε
σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι
που τ' ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους
και γύρισαν απ' τα' άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.

Η Παναγία στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Ένας από τους πλέον διάσημους, ουσιαστικούς και προφητικούς ποιητές του καιρού μας, με διεθνή φήμη, βραβείο Νόμπελ, σημαντικός για όλο τον κόσμο και μεταφρασμένος σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ο μέγιστος λυρικός μας ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ αγάπα να αναφέρεται συνεχώς και να επανέρχεται αφειδώς σε όλες τις ποιητικές συλλογές του στο μοτίβο της Μαρίας και της Παντάνασσας. Συνδέοντας την Παναγιά με τα πεπρωμένα της Ρωμιοσύνης προσδοκά πάντοτε στην βοήθεια Της για την βελτίωση της ζωής και την πνευματική ανάταση του ελληνικού σύμπαντος.
Στην συλλογή του "Ήλιος ο πρώτος", ανάμέσα σε σύμβολα που ενισχύουν την παντοκρατορία της ελλαδοκεντρικής αιγαιακής ιδεολογίας του η Παναγία δεσπόζει ως παρουσία με ποικίλες επικλήσεις, παρακλήσεις και σποραδικές σημαίνουσες αναφορές:

ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
..........................
Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
.......................................
Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχειά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι αντριεύεται
....................................
Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!

Σε μια άλλη συλλογή του, που τιτλοφορείται "ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ" υμνεί και τραγουδά :

Με το καίκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν με το κατευόδιο των ανέμων.......
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας.

Στο πολύπτυχο, εμβληματικό, χιλιοτραγουδισμένο "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ο Ελύτης δανείζεται κλασικά μορφολογικά και φραστικά μοτίβα των Χαιρετισμών:

Άξιον εστί εορτάζοντας τη μνήμη
Των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
Ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τα' αλώνια
Ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :

Χαίρε η καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος, χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική.

Στον ίδιο ποιητή συναντάμε τη μορφή της Παναγίας σε ποίημα της συλλογής "ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ", όπου με μια πολύ παραστατική μεταφορά, φαίνεται να κυριαρχεί στο Αιγαίο ως μητριαρχική μορφή. Εικόνες σαν κι αυτήν που για τον κοινό νου μοιάζουν παράδοξες απαντούμε συχνά στην ποίηση του Ελύτη και εντάσσονται στα πλαίσια μιας ελλαδοκεντρικής και θαλασσοκεντρικής κοσμογονία που οραματίζεται ο ποιητής :

Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της,
Τη Σίκινο, την Αμοργό και τα' άλλα τα παιδιά της...

Τέλος ας ακούσουμε την φωνή του Οδυσσέα Ελύτη μέσα από το ποίημά του με τον τίτλο "ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ" :

Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωλιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Η Μορφή της Παναγίας στην ποίηση του Κωστή Παλαμά.



Η κατανυκτική αγάπη του λαού μας, ιδιαίτερα προς την Παναγία, η λατρεία και η αφοσίωση του Έλληνα προς την Θεοτόκο, είναι ανάλογη προς την άπειρη στοργή που ξεχειλίζει από τα μάτια Εκείνης προς όλον τον κόσμο. Και δεν χρειάζονται υψηλονόητοι και βαθυστόχαστοι θρησκευτικοί στοχασμοί για να νιώση κάποιος τη θαλπωρή της ματιάς Της, όταν σε κοιτάζη. Το γονάτισμα του απλοϊκού προσκυνητή μπροστά στην εικόνα Της είναι η πιο γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του.
Αυτό το γονάτισμα και η αφοσίωση του ελληνικού λαού στην εικόνα της Παναγίας είναι φαινόμενο που πάει πέρα από την θρησκευτική πίστη, πέρα από το δόγμα. Η Παναγία σκλαβώνει με το βλέμμα Της και τους άπιστους ακόμα. Μια ματιά ρίχνει, υψώνει το χέρι Της, σαν για να σ’ ευλογήση και νιώθεις μέσα σου την παρουσία του Θεού. Αισθάνεσαι ένα ψυχικό τίναγμα, μια μυστική συγκίνηση που σε πλημμυρίζει με ανείπωτη χάρη. Σε κοιτάζει από την εικόνα Της η Μεγαλόχαρη και η ματιά Της σε γεμίζει καρτερία, ελπίδα και στοργή.
Την εικόνα και τη ματιά της Παναγίας ύμνησαν οι λογοτέχνες. Και όχι μόνον οι αληθινοί πιστοί, αυτοί που έμειναν άγγιχτοι από τις επιστημονικές αμφιβολίες του υλισμού, μα και εκείνοι οι κομματιασμένοι από αμφιβολίες και αντιφάσεις. Ανάμεσα στους δεύτερους και αυτός ο μεγάλος ελληνολάτρης ποιητής Κωστής Παλαμάς, αυτός ο διχασμένος, ο εγκεφαλικός, που, όπως τον κατηγόρησαν, του έλειπε η λυρική αίσθηση της μεταφυσικής. Κι όμως ο Παλαμάς βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ μέσα στα άδυτα της ψυχής του και προσπαθούσε να συλλάβη κάποια κρυφά μιλήματα που έβγαιναν από μέσα του.
Ο ίδιος παραδέχεται τον δυαδισμό του σε ελληνολάτρη και χριστιανό. Αποκαλυπτικός είναι στο ποίημά του «Απόκριση» στην «Ασάλευτη ζωή» (κεφ. ΣΤ` «Άπαντα» τομ. 10 σελ. 451). Εκεί εξηγεί την όλη πνευματική του πορεία που σημαδεύτηκε από μια διαρκή και επίπονη πάλη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά του. Γράφει: «Ο ποιητής μου είναι, η πιο σωστά φαίνεται, να είναι Ελληνολάτρης, μα η λατρεία του πιο πολύ του νου θρησκεία αποτέλεσμα και σημάδι μιας μόρφωσης. Η καημένη του καρδιά του λέει κάτι άλλο: ….Του λέει η συνείδησή του πως δεν είναι άδολη εθνική, πως ίσα με την ευωδιά του ρόδου τον μεθά και το λιβάνι, πως μαζί με την Παρθένα την Αθηνά, που συχνά πυκνά έρχεται στην άκρη του κοντυλιού του, η Παναγία η Αθηνιώτισσα του παρουσιάζεται και την τραγουδά πιο γκαρδιακά και ειλικρινέστερα….» Το ίδιο εννοεί και στη «Φοινικιά», σε αυτό το αριστουργηματικό ποίημα της «Ασάλευτης ζωής»..
«…Ήρθε και κλείστη μέσα μου, ποιός να το πιστέψει, μια κολασμένη και μια θεία, η Σκέψη, η Σκέψη…»
Και αυτός, λοιπόν, ο δύσπιστος και κριματισμένος άνθρωπος-ποιητής γυρεύει τακτικά και εναγώνια την λυτρωτική σκέψη. Σε πολλές στιγμές, σε ώρες συνειδησιακής κρίσης, εκφράζει τη γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του, ατενίζει τον ουρανό και δέεται με πόνο ψυχής. Στα «Κασσιανικά» του ποιήματα, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος, αποκαλύπτει παραστατικά το σπαραγμό της ψυχής του, το παράδερμά του από την κλίση του προς την αμαρτία και αυτοτιμωρούμενος σκαλίζει τα τραύματα του ηθικού του κόσμου. Τότε είναι που βλέπει αόρατο ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του να τον ευλογή:
« Κι απάνω απ’ το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι
κάποιο μεγάλο χέρι μ’ ευλογούσε…» ( «Εκατό φωνές»)
Εύγλωττα εξομολογητικοί είναι και οι στίχοι του σε μια μύχια προσευχή του προς την Παναγία στο ποίημά του «Μυστική παράκληση», που είναι μια δραματική, καθαρά θρησκευτική έκφραση της ψυχής του. Να μερικοί στίχοι του:
«Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
……………………….
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ’ στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ’ αφήσεις…..
Η Παναγία για τον Παλαμά είναι στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Η γλυκειά και ταπεινή μορφή της είναι γι’ αυτόν λιμάνι εξαγνισμού, πρόσωπο ιερό, που εμπνέει ελπίδα και ανακούφιση στον μικρό και τον αδύνατο. Συνεχίζει στην «Μυστική Προσευχή» του:
«….Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα……»
Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
«…Και τα γόνατά της ν’ αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να’ μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες…»
Κατανυκτικός ύμνος στην Παναγία είναι και οι παρακάτω στίχοι του όπου εξυμνεί τη στοργική και ελπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει από την εικόνα της η Μεγαλόχαρη την παρέλαση του ανθρώπινου πόνου και η ματιά της μεταδίδει καρτερία και ελπίδα:
«Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ’ αγγέλου εσύ και η δόξα,
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ’ τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ’ανάβλεμμά σου,
μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!…»
Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν…»
Και σε πολλά άλλα σημεία του ογκωδεστάτου έργου του ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται μπροστά στην αγία μορφή της μεγάλης Κυράς, εγκαταλείπει τις αμφιβολίες του. Η μορφή της του γαληνεύει την ψυχή και οι στίχοι του στάζουν κατάνυξη και τρυφερότητα.
ΠΗΓΗ1
ΠΗΓΗ2
 http://gerontesmas.com/?attachment_id=63778

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Το γράμμα της αγάπης του Πατέρα



Παιδί μου …..

Μπορεί να μην με γνωρίζεις, αλλά εγώ ξέρω τα πάντα για σένα…
.Ψαλμοί 139:1

Γνωρίζω πότε είσαι καθιστός και πότε όρθιος.... Ψαλμοί 139:2


Ξέρω κάθε σου βήμα … Ψαλμοί 139:3

Ακόμη και οι τρίχες του κεφαλιού σου είναι μετρημένες… Ματθαίος 10: 29-31

Γιατί φτιάχτηκες κατ’ εικόνα μου… Γένεσις 1:27


Μέσα σ’ εμένα ζεις, κινείσαι και υπάρχεις…Πράξεις 17:28

Σε γνώριζα πριν ακόμη διαμορφωθείς μέσα στη μήτρα
 της μητέρας σου…Ιερεμίας 1:4-5

Σε διάλεξα όταν σχεδίαζα τη δημιουργία… Εφεσίους 1:11-12

Δεν ήσουν ένα λάθος…. Ψαλμοί 139:15-16

Γιατί όλες οι μέρες σου είναι γραμμένες στο βιβλίο μου…. Ψαλμοί 139:15-16

Εγώ όρισα την ακριβή ώρα της γέννησής σου και το
πού θα ζούσες ….Πράξεις 17:26

Γιατί φοβερά και θαυμάσια πλάστηκες…. Ψαλμοί 139:14

Εγώ σε διαμόρφωσα μέσα στη μήτρα της μητέρας σου…. Ψαλμοί 139:13

Και σε έφερα στον κόσμο την ημέρα που γεννήθηκες….. Ψαλμοί 71:6

Με έχουν παρουσιάσει λάθος άνθρωποι που δεν
 με γνωρίζουν….Ιωάννη 8:41-44

Δεν είμαι απόμακρος και θυμωμένος αλλά είμαι η απόλυτη έκφραση
της αγάπης…. Α Ιωάννη 4:16

Και είναι επιθυμία μου να σε κατακλύσω με την αγάπη μου….. Α Ιωάννη 3:1

Απλά επειδή είσαι παιδί μου και είμαι ο πατέρας σου….. Α Ιωάννη 3:1

Σου προσφέρω περισσότερα από όσα θα μπορούσε ποτέ να σου προσφέρει
ο σαρκικός σου πατέρας…. Ματθαίος 7:11

Γιατί είμαι ο τέλειος πατέρας….. Ματθαίος 5: 48

Κάθε καλό δώρο που λαμβάνεις έρχεται από το δικό μου χέρι….. Ιακώβου 1: 17

Γιατί εγώ είμαι ο προμηθευτής σου και φροντίζω για όλες
ις ανάγκες σου…. Ματθαίος 6: 31-33

Το σχέδιο μου για το μέλλον σου ήταν πάντα γεμάτο
με ελπίδα……Ιερεμίας 29:11

Γιατί σε αγαπώ με αγάπη παντοτινή…. Ιερεμίας 31:3

Οι σκέψεις μου για σένα είναι αμέτρητες όπως οι κόκκοι της άμμου
στην ακρογιαλιά…. Ψαλμοί 139:17-18

Και χαίρομαι για σένα με τραγούδια….Σοφονίας 3:17

Δεν θα σταματήσω πότε να κάνω καλό για σένα….. Ιερεμίας 32:40
Γιατί είσαι το πολύτιμο απόκτημά μου….Έξοδος 19:5

Επιθυμώ να σε στερεώσω με όλη την καρδιά μου και
όλη την ψυχή μου…. Ιερεμίας 32:41

Αν με ψάξεις με όλη σου την καρδιά θα με βρεις…..Δευτερονόμιο 4:29

Ζήτα την ευτυχία σου σε εμένα και θα σου δώσω ό,τι η καρδιά σου
λαχταρά….. Ψαλμοί 37:4

Γιατί εγώ είμαι αυτός που σου έδωσα αυτές τις επιθυμίες…. Φιλιππησίους 2:13

Είμαι ικανός να κάνω για σένα περισσότερα από όσα θα μπορούσες
 να φανταστείς  Εφεσίους 3:20

Γιατί εγώ είμαι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής σου…..   Β Θεσσαλονικείς 2:16-17

Εγώ είμαι επίσης ο πατέρας που σε παρηγορεί σε όλες
τις δυσκολίες σου…..Β Κορινθίους 1:3-4

Όταν είσαι συντετριμμένος, εγώ είμαι κοντά σου….. Ψαλμοί 34:18
Όπως ένας βοσκός κουβαλάει ένα πρόβατο, σε κουβαλάω κοντά
στην καρδιά μου….Ησαΐας 40:11

Μια μέρα θα σβήσω κάθε δάκρυ από τα μάτια σου…Αποκάλυψις 21:3-4

Και θα πάρω μακριά όλο τον πόνο που υπέφερες πάνω σε αυτή
την γη…. Αποκάλυψις 21:4

Είμαι ο πατέρας σου και σε αγαπώ όπως ακριβώς αγαπώ τον γιο μου,
 τον Ιησού…. Ιωάννη 17:23

Γιατί στον Ιησού η αγάπη μου για σένα φανερώνεται …. Ιωάννη 17:26

Και ήρθε να δείξει πως είμαι μαζί σου και όχι εναντίον σου…..Ρωμαίους 8:31

Και να σου πει ότι δεν λογαριάζω τις αμαρτίες σου….  Β Κορινθίους 5:18-19

Ο Ιησούς πέθανε ώστε εσύ κι εγώ να συμφιλιωθούμε …..Β Κορινθίους 5:18-19

Ο θάνατος του ήταν η υπέρτατη έκφραση της αγάπης μου
 για σένα….. Α Ιωάννη 4:10
Έδωσα ότι αγαπούσα περισσότερο για να κερδίσω την αγάπη σου…. Ρωμαίους 8:32

Εάν δεχτείς το δώρο του γιου μου, του Ιησού, δέχεσαι εμένα…..  Α Ιωάννη 2:23

Και τίποτα δεν θα σε χωρίσει πια από την αγάπη μου….. Ρωμαίους 8:38-39

Έλα σπίτι και θα κάνω την μεγαλύτερη γιορτή που έχει γίνει
τον ουρανό…..Λουκάς 15:7

Ήμουν πάντα πατέρας και θα είμαι πάντα πατέρας…. Εφεσίους 3:14-15

Η ερώτηση μου είναι … θα γίνεις παιδί μου;….. Ιωάννη 1:12-13
 Σε περιμένω… Λουκάς 15:11-32

Με αγάπη, ο Πατέρας σου.

Παντοδύναμος Θεός

Η ευλογία του Χρόνου



π. Δημητρίου Μπόκου
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ - λέει τὸ παραμύθι - ὁ Θεὸς ἔσκυψε απὸ τὸν οὐρανὸ κι ἔριξε ἕνα βλέμμα στὴ γῆ. Δὲν ἔμεινε όμως εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶδε ἐκεῖ. Οἱ ανθρωποι, αν καὶ τοὺς εἶχε δώσει ὅλα τὰ καλά, εἶχαν γεμίσει τὴ ζωή τους μὲ προβλήματα. Ὁ Θεὸς στενοχωρήθηκε πολύ, γιατὶ τοὺς αγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ εἶναι ὅλοι καλά. Ἔπεσε σὲ βαθειὰ συλλογή. Τί άλλο θὰ μποροῦσε νὰ κάμει γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει; Ποιὰ εὐλογία δὲν τοὺς ἔδωσε ακόμα; Σκέφθηκε τότε νὰ ἐπιστρατεύσει τὸν Χρόνο. Θὰ τὸν ἔστελνε στοὺς ανθρώπους, ὥστε νὰ ἔχουν κάθε εὐκαιρία μὲ ὅλη τους τὴν άνεση νὰ φτιάχνουν σωστὰ τὴ ζωή τους.
Τὸν φώναξε λοιπὸν αμέσως κοντά του, τὸν καθοδήγησε καὶ τὸν ἔστειλε στὴ γῆ γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς άνθρώπους. Ὁ Χρόνος, νεαρὸ παλληκάρι γεμάτος ὄρεξη, ξεκίνησε αμέσως τὸ ἔργο του. Δὲν εἶχε καιρὸ γιὰ χάσιμο. Ἔπρεπε νὰ γυρίσει ὅλη τὴ γῆ κι αὐτό, αν το καλοσκεφθείς, δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη καὶ ξεκούραστη δουλειά.
Σταμάτησε στὴν πρώτη πόρτα ποὺ συνάντησε μπροστά του καὶ χτύπησε. Τοῦ άνοιξε ἕνας συνομήλικός του νεαρός. Ὁ Χρόνος τοῦ εἶπε:
- Εἶναι καιρὸς νὰ αρχίσεις.
- Ν᾿ αρχίσω τί; ρώτησε μὲ φανερὴ απορία ὁ νέος.
- Ὅλα τὰ σημαντικὰ ποὺ φτιάχνουν τὴ ζωή σου. Τὰ σχέδιά σου καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ θὰ τῆς δώσουν ὀμορφιὰ καὶ νόημα.
- Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ακόμα, απάντησε ὁ νέος. Ἔχω καιρό. Τὸ μέλλον εἶναι μπροστά μου.
- Δὲν ξέρεις κάν, όν θὰ ἔρθει ποτὲ τὸ μέλλον, απάντησε ὁ Χρόνος. Δικός σου χρόνος εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ τώρα ζεῖς. Αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μὲ σιγουριὰ στὰ χέρια σου εἶναι μονάχα τὸ παρόν.
Μὰ ὁ νέος δὲν πείσθηκε.
- Ὄχι, εἶπε. Νοιώθω πὼς εἶναι πολὺ νωρὶς ακόμα γιὰ ὁτιδήποτε. Θὰ περιμένω τὸ μέλλον.
Ὁ Χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιμείνει περισσότερο. Εἶχε πολὺ δρόμο μπροστά του. Ἔφυγε στενοχωρημένος. Ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, απὸ χωριὸ σὲ χωριό, απὸ σπίτι σὲ σπίτι, συνέχισε νὰ τρέχει πάνω στὴ γῆ, νὰ συναντήσει ὅλους τοὺς ανθρώπους. Ὅταν ἐπιτέλους συμπλήρωσε τὸ γύρο της, ὁ Χρόνος ἦταν πιὰ ἕνας γέρος μὲ χιονισμένα μαλλιά. Καὶ τότε βρέθηκε ξανὰ μιὰ νύχτα στὸ ἴδιο σημεῖο, απ᾿ ὅπου εἶχε ξεκινήσει: στὴν πόρτα τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε πρωτοσυναντήσει. Μὰ τώρα τοῦ άνοιξε ἕνας ασπρομάλλης γέρος. - Πρόλαβες νὰ κάνεις κάτι σπουδαῖο στὴ ζωή σου; ρώτησε ὁ Χρόνος. - Δυστυχῶς ὄχι, απάντησε ὁ γέρος σκυθρωπός. Τὰ άφηνα πάντα ὅλα γιὰ τὸ μέλλον. Μὰ κάποτε κατάλαβα, πὼς εἶναι πιὰ πολὺ αργὰ γιὰ ὁτιδήποτε. Τὸ μέλλον δὲν ὑπῆρχε πιὰ γιὰ μένα. Μὲ εἶχε προσπεράσει. Χωρὶς νὰ τὸ αντιληφθῶ, ἡ ζωή μου ἔγινε σιγὰ - σιγὰ ἕνα παρελθόν. Δὲν περιμένω τίποτε πιά. - Σταμάτα νὰ κοιτᾶς αὐτὸ τὸ παρελθόν, εἶπε ὁ Χρόνος. Δὲν χάθηκε κάθε ἐλπίδα. Στὰ χέρια σου κρατᾶς ακόμα τὸ παρόν. Γιὰ ὅσο ζεῖς, αὐτὸ θὰ ὑπάρχει. Καὶ εἶναι δικό σου. Τὸ κάνεις ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ πάρει. Τὸ παρόν, αὐτὸ μονάχα εἶχες πάντοτε δικό σου. Τὸ μέλλον δὲν ἤξερες ποτὲ αν θὰ σοῦ δινόταν. Τὸ παρελθόν σου πάλι δὲν γυρίζει πίσω. Μὰ τὸ παρόν σου, καὶ τώρα ακόμα, εἶναι ἐδῶ. Ἔχεις καιρό, ἐκμεταλλεύσου το. Ἔστω καὶ τώρα μπορεῖς νὰ κάνεις μιὰ αρχή, νὰ χτίσεις τουλάχιστον τὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις μόνο. Μὰ ὁ γέρος μόρφασε απαισιόδοξα: - Πολὺ αργὰ πιὰ γιὰ ὁτιδήποτε. Τὸ ρολόι χτύπησε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ νύχτα. - Νά, αὐτὴ ἡ ὥρα ἐκφράζει ὅλη τὴ ζωή μου, ξαναμίλησε ὁ γέρος μελαγχολικά. «Τρεῖς τὴ νύχτα: πολὺ νωρὶς καὶ συνάμα πολὺ αργὰ γιὰ ὁτιδήποτε» (Ζὰν-Πὼλ Σάρτρ). Ὁ Χρόνος τότε κίνησε νὰ φύγει. «Μυστήριο πράγμα ὁ άνθρωπος», σκεφτόταν. «Πῶς καταφέρνει νὰ χαραμίζει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας τὴν εὐλογία σὲ κατάρα;» (ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 366, Ἰαν. 2014)

Η μαμά πέθανε!


Είχα μόλις γυρίσει σπίτι. Είχα μόλις θάψει τη μάνα μου. Είχα κλάψει πολύ. Μετά βγήκα να διασκεδάσω. Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν. Γύρισα στο σπίτι λίγο πριν το επόμενο μεσημέρι. Έπρεπε να ορίσω τον εαυτό μου σε σχέση με τη ζωή. Η μάνα μου ήταν το σημείο αναφοράς, έστω και εάν δεν την είχα σκεφτεί ποτέ σαν κάτι τέτοιο. Ήμασταν σαν τη Γη και το φεγγάρι. Σχέση απόστασης, εξάρτησης, μαγνητισμού και αμοιβαίας καταστροφής, αποστροφής. Ό,τι έκανα ήταν ως κάποιο βαθμό, με έναν αδιόρατο τρόπο, συναρτώμενο με εκείνη.
«Πέθανε η μαμά», επανέλαβα δακρύζοντας. Διπλώθηκα στο κρεβάτι της σαν βρέφος. Επαναλάμβανα τη λέξη συλλαβιστά και ασταμάτητα: «ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ!» Στον ήχο αυτής της λέξης εκείνη εμφανιζόταν πάντοτε σαν το τζίνι, έτοιμη να ικανοποιήσει κάθε παραλογισμό μου. «Μα ήταν τόσο αδύναμη! Πως μπορούσε και έκανε ότι της ζητούσα; Γιατί έπρεπε να ζητώ από εκείνη;» αναρωτιόμουν ενοχικά.
Το βλέμμα μου έπεσε στις ντουλάπες της. Φαντάστηκα το περιεχόμενο τους. Στην τέρμα αριστερά έβαζε μικροπράγματα. Την άνοιξα με την φαντασία μου και είδα το κουτί με τα ραφτικά, με το οποίο επιδιόρθωνε τα ρούχα μας. Δεν είχα δώσει ποτέ σημασία σε αυτή τη διαδικασία και όμως τώρα που την αναλογιζόμουν μπορούσα να διακρίνω στοιχεία μαγείας. Επισκεύαζε το τίποτα! Ποτέ δεν είχε αποτύχει και όμως ποτέ δεν της είχα πει μπράβο. Μπράβο μου έλεγε μόνο εκείνη. «Πόση φαντασία, πόσο πείσμα», αναρωτήθηκα βλέποντας μέσα από τον καθρέφτη εκείνη, να στέκει στην άκρη του κρεβατιού ράβοντας. Δεν μου έδινε σημασία, έκανε σαν να μην υπάρχω.
Κάτω θα πρέπει να είναι το ατμοσίδερο και κάποια από τα παπούτσια της. Μου άρεσε να κρύβομαι εκεί μέσα. Ίσως επειδή δεν με άφηνε εκείνη. «Μου ανακατεύεις τα πράγματα», μου παραπονιόταν. Δεν σεβόμουν καμιά της επιθυμία ή ανάγκη ιδιωτικότητας. Μπορεί για αυτήν, συγγνώμη, για την μαμά ήθελα να πω, η συγκεκριμένη ντουλάπα να ήταν ένας χώρος ιερός, προσωπικά δικός της. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σαν ενδεχόμενο. Στην μεσαία ντουλάπα είχε τα ρούχα της. Μέσα σε πλαστικές σακούλες. Παλιομοδίτικα ταγέρ από την εποχή που ήταν νέα. Ποτέ δεν έγινε μοντέρνα σαν την Άννα την Βίσση. Ο χρόνος για εκείνη είχε σταματήσει τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Τριάντα χρόνια πριν.
Στην ακριανή είχε τα σεντόνια μας. Δεν μου άρεσαν. Ήταν όλα αγορασμένα από πλανόδιους έμπορους. Ήταν όλα κουρασμένα από μια ζωή τόσο μικροαστική και τόσο απρόσμενα σύντομη. Στο σπίτι μου είχα μόνο ντιζαινάτα σεντόνια, σε μια προσπάθεια να δείξω πως το γούστο μου διαφοροποιήθηκε από αυτό εκείνης. Με ενοχλούσε η επιθυμία της να επιβάλει την αισθητική της πάνω μου. Μέχρι και τα δώδεκά μου, με έντυνε όπως ήθελε αυτή. Σαν τον άντρα που θα ήθελε να έχει.
Στη συνέχεια το βλέμμα μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα, η οποία έβλεπε μέχρι το παιδικό μου δωμάτιο. «Κοιμόταν πάντοτε από αυτή την πλευρά, μάλλον για να μας βλέπει, να μας ελέγχει», ψιθύρισα. Κρατούσε την πόρτα ανοιχτή με ένα δοχείο μεταλλικό νερό για το σιδέρωμα, δεκαετίες τώρα. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να κοιμάται με την πόρτα κλειστή. Όχι ψέματα, το έκανε κάποιες φορές όταν ήθελε να κοιμηθεί και εγώ είχα δυνατά την τηλεόραση.
Και όταν εμείς φύγαμε για σπουδές στην Αγγλία, το δοχείο για πάντα εκεί, να κρατά ανοιχτή την πόρτα! Όλα εκείνα τα χρόνια μας περίμενε ανυπόμονα λες και θα γυρνούσαμε από βραδινή έξοδο. Όλα εκείνα τα μοναχικά βράδια θα κοιτούσε ακόμα πιο επίμονα. Πόσες φορές δεν θα σηκώθηκε μέσα στο μισοσκόταδο και το κρύο του χειμώνα για να μας σκεπάσει και αντιλαμβανόμενη πως λείπουμε θα έβαλε τα κλάματα; Ίσως τότε να έμενε ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα περιμένοντας μια «λογική» ώρα για να μας τηλεφωνήσει. Εμείς ή μάλλον εγώ, διαμαρτυρόμουν για το ακατάλληλο της ώρας, της μιλούσα κουρασμένα και ανόρεχτα.
«Τι ώρα είναι αυτή που παίρνεις, είστε 2 ώρες μπροστά!» Το έκλεινε χωρίς να πει λέξη. Μας αγαπούσε με πάθος. Όπως όλες οι μαμάδες άλλωστε. Η δικιά μου όμως δεν είχε ζωή εκτός από εμάς. Μας αγαπούσε γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει. Ήταν μια διαρκής απαγόρευση. Ποτέ δεν καθίσαμε στο σαλόνι. Το φύλαγε «καινούριο» για τους γάμους μας, που ήλπιζε να είναι πιο τυχερότεροι από τον δικό της. Πάντα γκρίνιαζε για να κλείσουμε τον θερμοσίφωνα, να μην τρέχουμε στο μπαλκόνι, να μην βάζουμε τα πόδια στον καναπέ, να μην παίζουμε μαξιλαροπόλεμο, μπουγέλο …
Ήμασταν όλη της η ζωή και τώρα που δεν υπάρχει, τι είμαστε; Όλος της ο θάνατος; Υπήρχαν φορές που ντρεπόμουν για αυτή. Δεν ήταν όσο μορφωμένη μου άξιζε, όσο νέα έπρεπε, όσο όμορφη ήθελα. Δεν ξέρω εάν το καταλάβαινε. Την σκέφτηκα σαν γυναίκα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντιληφθώ πως ήταν τέτοια. Ήταν η μαμά μου. Για κάποιους όμως υπήρξε γυναίκα.
Την σκέφτηκα σαν φίλη κάποιων ανθρώπων, σαν συγγενή άλλων. Θα λείψει και σε αυτούς άραγε; Μάλλον όχι, δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός άνθρωπος. Ήταν απλή…ήταν σαν όλους. Τρεις μέρες μετά. Περιφερόμουν τώρα στους χώρους του σπιτιού μας και περισυνέλεγα μνήμες, εστίαζα στις πιο αδιόρατες λεπτομέρειες ότι δεν είχα εντοπίσει ως τότε. Είδα μουτζούρες στις γωνίες των τοίχων από τα λάστιχα των ποδηλάτων, ξεφτισμένες κλωστές στις μοκέτες από το κυνηγητό, γρατσουνισμένα πλακάκια από την μπάλα μέσα στο σπίτι, όσο έλειπε.
Σε αυτές τις επιμέρους λεπτομέρειες, σε αυτά τα λάθη, θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει τη ζωή αυτού του σπιτιού. Του δικού μου σπιτιού. Ήταν ενδείξεις πως κάτι συνέβαινε, μην φανταστείτε τίποτα τρομερό, όχι ότι σας πέρασε από το μυαλό. Χάιδευα με την παλάμη μου τους τοίχους του χολ. Σε κάποιο σημείο ένιωσα το χέρι μου να αγγίζει μια ρωγμή η οποία δεν ήταν πια εκεί. Είχε κάποια στιγμή διορθωθεί, όχι όμως για τη μνήμη του σώματος. Η μνήμη της αφής την εντόπισε και την αναπαρήγαγε στο ακέραιο. Για εμένα όσα στρώματα μπογιάς και εάν την καλύψουν σε αυτό το σημείο θα υπάρχει πάντοτε μια πληγή. Είναι σαν να προσπαθεί μια υπεραιωνόβια γυναίκα να κρύψει την φθορά του βίου της με παχιές στρώσεις make up. Impossible!
Έμεινα στο σπίτι μέρες. Υπό άλλες συνθήκες θα το είχα κάνει μπουρδέλο και όμως δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη της παρουσίας μου. Τώρα πια το φρόντιζα σαν να ήταν εκείνη. Οι γείτονες με έβλεπαν μέσα από τα τζάμια να πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν χρυσόψαρο σε γυάλα.
Έπλενα τα ποτήρια και τα στέγνωνα όπως εκείνη, σφουγγάριζα με επιμέλεια. Της άναβα το καντηλάκι, πράγμα για το οποίο κάποτε την κορόιδευα. «Δεν υπάρχει θεός, όλα αυτά είναι βλακείες. Είσαι ηλίθια!», της φώναζα. Προσπάθησα να μαγειρέψω. Είχε συνταγές μόνο για γλυκά. Τα φαγητά η μαμά τα έκανε από μνήμης. Το ίδιο και εγώ. Έφτιαξα το αγαπημένο μου. Έστρωσα το συνηθισμένο εμπριμέ τραπεζομάντιλο. Σέρβιρα στον εαυτό μου και προσπάθησα να φάω.
Όχι, δεν θα κατάφερνα να πετύχω το αποτέλεσμά της. Δεν είχε σημασία που δεν ήταν η πιο καλή μαγείρισσα. Ήταν το φαγητό της μαμάς μου. Μου ήρθε να κάνω εμετό. Το απεγνωσμένο μου βλέμμα γύρεψε βοήθεια. Μα δεν υπήρχε κανείς να συντρέξει. Άνοιξα την τηλεόραση. Έβαλα να δω ότι θα έβλεπε εκείνη. Όλα όσα κορόιδευα. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να την διατηρώ παρούσα.
Ο ήχος τέλους της σειράς σήμαινε πως θα μπορούσα να πάω στο μπάνιο. Επέστρεψα, διέκρινα με την άκρη του ματιού μου την ημιτελή προσπάθεια κάποιου να κατεβάσει τις κουρτίνες. Μάλλον είχε αποπειραθεί αλλά δεν πρόλαβε. Έφερα τη σκάλα, τις κατέβασα. Δεν την είχα βοηθήσει ποτέ να το κάνει. Ήταν τόσο βαριές είχε δίκιο! Τις έβαλα σε μια λεκάνη. Τις πήγα στο μπάνιο. Επέστρεψα και πάλι. Ποτέ δεν τελειώνουν οι δουλειές σε αυτό το σπίτι διαμαρτυρήθηκα στον παρουσιαστή της τηλεόρασης. Ήταν ο καθημερινός συνομιλητής της, ερήμην μου ασφαλώς.
«Η μαμά ήταν πολύ περήφανη για την καριέρα μου», σκέφτηκα. Δεν ήξερε βέβαια πόσο μαλάκας και σκληρός ήμουν με τους άλλους ή μάλλον υποψιαζόταν. Και όμως δεν θα με μάλωνε που πούλησα τη ζωή του πιτσιρικά που ήμουν για μια μεζονέτα και ένα αυτοκίνητο. Οι μανάδες είναι οι πιο συμβιβασμένοι άνθρωποι. Να ένα λάθος που κάνουν!
Εγώ ήθελα να είμαι πιο γαμάτος από τους άλλους. Ποιους άλλους; Αυτούς που θα με πουλούσαν για ένα αυτοκίνητο και μια προαγωγή, ίσως και για απείρως λιγότερα. Και εδώ που τα λέμε καλά θα μου έκαναν γιατί εάν δεν το έκαναν αυτοί θα τους πουλούσα εγώ. Μόνο μετά την συντριβή μπορείς να αισθανθείς συμπόνια. Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί ανησυχούσε για το εάν είμαι καλό παιδί. Όλοι πρέπει να είμαστε καλά παιδιά για να βρεθεί κάποιος να μας αγαπήσει όταν εκείνες πεθάνουν.
Ποιος θα με αγαπάει τώρα που δεν υπάρχει αυτή; Μάλλον κανείς! Κοίταξα μέσα από το παράθυρο μια μαργαρίτα που άνθιζε στο περιθώριο του μπαλκονιού. Τόσο παλιό ήταν το σπίτι και τόση η επιθυμία αυτού του λουλουδιού που άνθισε στο τίποτα. Στην σκιά από τα κάγκελα.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγα να το σηκώσω.
– «Παρακαλω», είπα. «Παρακαλώ», επανέλαβα… «Ποιος είναι μιλήστε μου», φώναξα κλαίγοντας.
– «Πήρα να δω αν έφαγες το φαγητό σου», νομίζω πως άκουσα.
http://tr.fvtrc.eu/aff_i?offer_id=925&aff_id=6728&file_id=19437
Του Ιωάννη Παπαναγιώτου