Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ο κύκλος που του έλειπε ένα κομμάτι!



Κάποτε υπήρχε ένας κύκλος που του έλειπε ένα κομμάτι. Του είχαν κόψει μια μεγάλη τριγωνική γωνία. Ο κύκλος ήθελε να είναι ακέραιος, να μην του λείπει τίποτα, γι' αυτό και άρχισε να τριγυρίζει, αναζητώντας το χαμένο κομμάτι του.Επειδή, όμως, ήταν ατελής, δεν μπορούσε να κυλήσει γρήγορα, καθώς γύριζε στον κόσμο. Κυλούσε λοιπόν αργά αργά και στον δρόμο θαύμαζε τα λουλούδια. Κουβέντιαζε με τις πεταλούδες. Απολάμβανε τη λιακάδα.Βρήκε πολλά κομμάτια, αλλά δεν του ταίριαζε κανένα. Κάποια ήταν πολύ μεγάλα, κάποια ήταν πολύ μικρά. Άλλα πολύ ορθογώνια και άλλα πολύ μυτερά. Έτσι, τα παρατούσε στην άκρη του δρόμου και συνέχιζε να ψάχνει. Μια μέρα βρήκε ένα κομμάτι που του ταίριαζε ακριβώς. Ήταν ευτυχισμένος. Τώρα θα ήταν ολόκληρος, δεν θα του έλειπε τίποτα. Το προσάρμοσε στο κενό που είχε κι άρχισε να κυλάει. Τώρα όμως, που ήταν τέλειος κύκλος, κυλούσε πολύ γρήγορα, τόσο γρήγορα που δεν έβλεπε τα λουλούδια και δεν μιλούσε με τις πεταλούδες. Όταν κατάλαβε πόσο διαφορετικός έμοιαζε ο κόσμος έτσι γρήγορα που κυλούσε    ο κύκλος σταμάτησε, άφησε το κομμάτι στην άκρη του δρόμου και άρχισε πάλι να κυλάει αργά, αναζητώντας το χαμένο κομμάτι του. Κατά έναν παράξενο τρόπο είμαστε πιο ολοκληρωμένοι, όταν είμαστε ατελείς, όταν μας λείπει κάτι. Ο άνθρωπος που έχει τα πάντα είναι, κατά κάποιον τρόπο, φτωχός. Δεν θα μάθει ποτέ τι σημαίνει να λαχταράς κάτι, να ελπίζεις, να τρέφεις την ψυχή σου με το όνειρο για κάτι καλύτερο. Δεν θα βιώσει ποτέ την εμπειρία του να δώσει σε κάποιον που αγαπά κάτι που πάντα ήθελε και ποτέ δεν είχε.
           Harold Kushner, Κατακτώντας την ευτυχία

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Το "σκάνδαλο του σταυρού"


Το "σκάνδαλο του σταυρού", ο "λόγος του σταυρού" που είναι μια τρέλα" (μωρία) κατά τον Απόστολο Παύλο, και που όντως είναι κάτι ασύλληπτο με την αρχαία σημασία του όρου, μου φαίνεται πως ενσαρκώνεται όχι μόνο στον ψυχικό και σωματικό πόνο που διαποτίζει την ύπαρξή μας, αλλά ακόμη βαθύτερα σ' αυτό το ουσιαστικό χάσμα που καθορίζει την πρόσβασή μου στη γλώσσα, σ' αυτό το πένθος στο χάραμα του ψυχισμού μου του οποίου την παροξυστική μαρτυρία φέρει το μελαγχολικό υποκείμενο, με τις συγκυρίες της βιολογίας του και της οικογενειακής του ζωής.
Ο Χριστός εγκαταλελειμένος, ο Χριστός στην κόλαση, παριστάνει βέβαια το σχήμα με το οποίο ο Θεός συμμετέχει στον κλήρο του αμαρτωλού. Αλλά προσφέρει επίσης και τη διήγηση αυτής της ουσιαστικής μελαγχολίας, πέραν της οποίας το ανθρώπινο ον μπορεί, ενδεχομένως, να ξαναβρεί έναν άλλον, συμβολικό πλέον συνομιλητή και όχι τροφοδοτικό στήθος. Και σ' αυτό το σημείο ο χριστιανισμός αποκομίζει τη συγκατάθεση του πλήθους - να ένα σύστημα λόγου που παράγει εικόνες στο ίδιο ράγισμα μιας λογικής που μας διαπερνά μυστικά και ριζικά: πως να μην πιστέψουμε σ' αυτό;"

Julia Kristeva, Στην αρχή ήταν η αγάπη. Ψυχανάλυση και πίστη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1985, σ. 84-85.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

π. Σωτήρης Ζήσης. Ο παπάς του Διστόμου!

Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στο δράμα του ιερέα –μάρτυρα λίγο πριν δολοφονηθεί. Αξίζει να το ακούσετε στο παρακάτω video.  Στο 12.00 αρχίζει η περιγραφή .


Η σφαγή στο Δίστομο.


Η σφαγή στο Δίστομο, ο ρόλος των ιερέων, η εξαίρεση και το μεγαλείο της ψυχής των ηττημένων.

Δημοσιεύθηκε: 7 Ιουνίου 2014

DistomoXL2Α

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου.218 κάτοικοι του χωριού έχασαν τη ζωή τους. Δεν είναι ο αριθμός των νεκρών που σοκάρει αλλά η αγριότητα των σφαγέων. Πέρα όμως από αυτή, το Δίστομο έχει να μας διδάξει πολλά. Το ερώτημα είναι ποιος τα ακούει;;;


Η διαστροφή των ανθρωποειδών του ναζισμού.

Στο Δίστομο οι Γερμανοί στρατιώτες ξεπέρασαν κάθε όριο. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες μαρτυρίες που συναντάμε στα κείμενα του λογοτέχνη Τάκη Λάππα:

Μια έγκυο, τη Διαμάντω Ζάκκα, και τον άντρα της, τους  σκοτώνουν σπίτι τους με αυτόματο. Ανοίγουν με λόγχη την κοιλιά τη Διαμάντως, βγάζουν το έμβρυο, το ποδοπατάνε και το λιώνουν…
Τον μικρό Στάθη Σταθά, έξι χρόνων, τον βρίσκουν μόνο του στο σπίτι. Τον βασανίζουν άγρια. Με μαχαίρι κόβουν τις σάρκες του στα μπούτια και τον αφήνουν  να πεθάνει στραγγίζοντας από αίμα… Στα παιδιά του Σταθά, την  Ελένη πέντε χρόνων και τον Γιάννη τριών,  τους κόβουν με  μαχαίρι το λαιμό, ενώ το τριμηνήτικο  βρέφος το λογχίζουν πολλές φορές και το αφήνουν στην κούνια του…
Στο σπίτι του παπά Σωτήρη, όπου μάζεψαν καμιά 15ριά, τους γάζωσαν μαζικά. Η παπαδιά εξιστορεί: «Εγώ τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι βύζαινα το κοριτσάκι μου, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μου χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από τ’ αυτί. Η Τρίτη χτύπησε τη Μαργαρίτα μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου τα μυαλά της πεταχτήκανε στα μούτρα μου»… 

Η φωτεινή εξαίρεση

Ένας γερμανός με αυτόματο ανεβαίνει τις σκάλες σπιτιού, βλέπει έντρομους καμιά 15ριά ανθρώπους να περιμένουν το τέλος. Τους γνέφει να σωπάσουν, λέει τη λέξη «καπούτ» και πυροβολεί πάνω από τα κεφάλια τους. Τους φάνηκε δακρυσμένος. Βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα, κατεβαίνοντας σκοτώνει ένα σκυλί, για ξεκάρφωνα, και λέει σε μια ομάδα που ερχόταν, δείχνοντας το σπίτι, κάτι  που φάνηκε ότι περιείχε τη λέξη «καπούτ».   Η ομάδα έφυγε, οι χωριανοί γλύτωσαν… 
Απόλυτα προσωπικό ρίσκο, όχι ανώδυνος αντιναζισμός του καναπέ ή του facebook ,όπως ο δικός μας…

Ο παπάς του  χωριού, εθνομάρτυρας π. Σωτήρης Ζήσης 

Όπως αναφέρει ο θεολόγος-συγγραφέας Νίκος Νικολάου,ο π. Σωτήρης υπήρξε «συνειδητός λειτουργός και μεγάλος πατριώτης. Πάντα φρόντιζε για την πνευματική προκοπή του ποιμνίου του και αγωνιζόταν για την πολυπόθητη ελευθερία της πατρίδας του. Στις 10 Ιουνίου του 1944,οι χιτλερικοί συνέλαβαν 10 κατοίκους του μαρτυρικού Διστόμου ,με σκοπό να τους εκτελέσουν… ο π. Σωτήρης μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη…έτρεξε κοντά τους και γεμάτος από δάκρυα γονατισμένος παρακαλούσε τους θηριώδεις χιτλερικούς Γερμανούς να τους αφήσουν ελεύθερους… Οι ναζίδες Γερμανοί ,μ’όλο που προσπειούνταν πως πείσθηκαν..αθέτησαν την υπόσχεσή τους. Και όχι μόνο τους σκότωσαν, αλλά έβγαλαν και τα μάτια του π. Σωτήρη, του έκοψαν το κεφάλι και σκότωσαν το μόλις δύο ετών κοριτσάκι του παπά.»

Αξιοσημείωτος επίλογος… το μεγαλείο της ψυχής των ηττημένων

Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ,ο άνθρωπος που βρέθηκε στο Δίστομο αμέσως μετά τη σφαγή, στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για το γεγονός που τον σόκαρε θετικά στο τέλος του πολέμου: «Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».

Φωτο:tvxs.gr
Φωτο:tvxs.gr
Τι να σχολιάσεις;

Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος
Φωτο:enet.gr
Φωτο:enet.gr
Πηγή:  e-theologia.blogspot.gr

Γιάννης Ρίτσος “Κυριακή”

Γιάννης Ρίτσος “Κυριακή”

 Κυριακή, και μας ξύπνησαν οι καμπάνες.
Βγήκαν τα παιδιά με τα ποδήλατα.
Βγήκαν τα πουλιά με τις καρότσες.
Κ’ ένα φύλλο στάθηκε και ρώτησε:
Τι θα γίνω εγώ μονάχο μου στο ψήλωμα
να με δέρνει ο αγέρας και το πέλαγο
κι ούτε να ‘χω ένα σκοινί να το τραβήξετε
να σας φυλλοκαμπανίσω όλο το πράσινο;

Φωτογραφία - ΑΜΟΡΓΟΣ
Φωτογραφία - ΑΜΟΡΓΟΣ
        Κυριακή, και μας ξύπνησαν οι καμπάνες.
Βγήκαν τα παιδιά με τα ποδήλατα.
Βγήκαν τα πουλιά με τις καρότσες.
Κ’ ένα φύλλο στάθηκε και ρώτησε:
       Τι θα γίνω εγώ μονάχο μου στο ψήλωμα
 να με δέρνει ο αγέρας και το πέλαγο
          κι ούτε να ‘χω ένα σκοινί να το τραβήξετε
         να σας φυλλοκαμπανίσω όλο το πράσινο;

H Δασκάλα

Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η νέα Δασκάλα του σχολείου, η κυρία Τζοβάνα είπε στα παιδιά ένα ψέμα.
Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Ότι όλοι τους ήταν καλά παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ένα παιδί ήταν διαφορετικό και της προξενούσε απέχθεια.

Κάπου στο βάθος, μόνο του, με χαμηλωμένο το κεφάλι ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μανούσος. Ο Μανούσος δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ήταν παραμελημένος με τσαλακωμένα πάντα ρούχα. Ανέδιδε διάφορες οσμές, σημάδι ότι χρειαζόταν μπάνιο. Δεν μιλούσε ποτέ, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις. Η πρώτη σκέψη της Δασκάλας ήταν «Τι μπελάς μου φορτώθηκε φέτος. Αυτό το χαζό παιδί μου χαλάει την αρμονία της τάξης. Τι μου το φέρανε εδώ; Άντε τώρα, εγώ πρέπει να κανονίζω να πάει σε κανένα ίδρυμα.»
Φερόταν όσο μπορούσε καλύτερα στο Μανούσο επιστρατεύοντας το ψεύτικο χαμόγελο και την υπομονή της. Αλλά αυτός ποτέ δεν μιλούσε. Η Τζοβάνα το αποφάσισε, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ο Μανούσος έπρεπε να φύγει από τη τάξη της. Με αυτό το σκοπό λοιπόν, θα έπρεπε να συντάξει τα απαραίτητα έγγραφα για το μπελά που την βρήκε, για να καλέσει την κοινωνική υπηρεσία να τον πάνε κάπου αλλού. Μία συγκεκριμένη παράγραφος της αναφοράς ζητούσε το ιστορικό του μαθητή. «Ω Θεέ μου, πρέπει να κοιτάξω και τον ατομικό φάκελο και όλα τα χαρτιά αυτού του χαζού. Αυτό σημαίνει ότι ένα απόγευμα πρέπει να το χαραμίσω για αυτόν. Τι να κάνω, αφού είναι για το καλό της τάξης και τη δική μου ψυχική ηρεμία θα πρέπει να το κάνω.»
Ένα απόγευμα λοιπόν αποφάσισε να κάνει αυτή την αγγαρεία. Σε ένα σκονισμένο αρχείο, μπόρεσε και βρήκε την πρώτη αναφορά. Η δασκάλα της Α' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι ένα φωτεινό παιδί, πανέξυπνο, με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. Είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Με περιέργεια έψαχνε να βρει τη δεύτερη αναφορά. Σε μία ντουλάπα βρέθηκε. Η δασκάλα της Β' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του, που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Με αγωνία έψαχνε τη τρίτη αναφορά. Θα υπήρχε άραγε; Σε ένα άσχετο φάκελο, τελικά βρέθηκε. Η δασκάλα της Γ' δημοτικού έγραφε: «Η μητέρα του δεν έχει επαφή με τη πραγματικότητα εδώ και μήνες στο νοσοκομείο, ο πατέρας του είναι χαμένος, ο Μανούσος ώρες – ώρες κοιτάζει απόμακρα το ταβάνι και δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον να κάνει τις σχολικές του εργασίες όπως και παλαιότερα. Του φέρομαι με επιείκεια και προσπαθώ να μην τον ζορίζω».
Η Τζοβάνα έψαχνε σε όλο το αρχείο για τη τέταρτη αναφορά, πέταγε τους φακέλους στο πάτωμα, δεν την ενδιέφερε πια να κρατήσει καμία ταξινόμηση σε αυτό το άθλιο αρχείο. Κάπου τελικά σε αυτό το χάος βρέθηκε και η τέταρτη αναφορά. Η δασκάλα της Δ' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του πίνει. Ο Μανούσος έκλαιγε συχνά και έλεγε: «Που είναι η μανούλα μου; Που είναι η μανούλα μου;» συνεχώς. Του εξηγήθηκε πως έχει η κατάσταση αλλά δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Δεν δείχνει πια ενδιαφέρον για το σχολείο.»
Η κυρία Τζοβάνα τακτοποίησε όπως-όπως (δηλαδή όπως ακριβώς το βρήκε) το ανάστατο αρχείο και πήγε σπίτι της. Έσκισε τα χαρτιά αποπομπής του Μανούσου που ετοίμαζε. Εκείνο το βράδυ αισθανόταν περισσότερο ζωντανή από ότι συνήθως, αλλά και πολύ μα πολύ πιο μόνη. Αναρωτήθηκε τι αληθινή χρησιμότητα είχε το να μαθαίνει γραφή, ανάγνωση και αριθμητική στα παιδιά.
Την επόμενη μέρα, στο διάλλειμα, όλα τα παιδιά βγήκαν για να παίξουν. Όλα εκτός από το διαφορετικό παιδί. «Μανούσο, του είπε, η μανούλα σου πήγε στον ουρανό, αλλά αν σου λείπει, μπορείς να θεωρείς εμένα σαν μανούλα σου από εδώ και πέρα.» Αγκάλιασε με δύναμη το παιδί. Ο Μανούσος δεν είπε τίποτα.
Από εκείνη τη μέρα η κυρία Τζοβάνα συνειδητά, δεν αγαπούσε το ίδιο όλα τα παιδιά της τάξης της. Ένα από τα παιδιά το αγαπούσε περισσότερο, το θεωρούσε πια δικό της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείξει. Του μιλούσε πια όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα, το κράταγε μία ώρα παραπάνω για να του μαθαίνει νέα πράγματα, του αγόραζε πράγματα, το πήγαινε με τα πόδια μέχρι το σπίτι του, του έκανε μπάνιο, του σιδέρωνε τα ρούχα σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας έλειπε, και οι γειτόνισσες πότε η μια, πότε η άλλη φέρναν φαγητό.
Σιγά-σιγά το παιδί αντιδρούσε και ξαναγινόταν ομιλητικό και ζωντανό. Ενδιαφερόταν και πάλι για τα μαθήματά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν έθιμο οι γονείς των παιδιών να δίνουν ένα δώρο στη Δασκάλα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, και η Δασκάλα τα άνοιγε με ευχαρίστηση και όλα τα παιδιά χειροκροτούσανε για το κάθε δώρο, το οποίο το κάθε ένα συναγωνιζότανε το άλλο. Αφού τελείωσε η γιορτή, η κυρία Τζοβάνα πήγε το Μανούσο στο σπίτι για τελευταία φορά. Ένας θείος του θα τον έπαιρνε μακριά, για πάντα.
Η κυρία Τζοβάνα φίλησε το Μανούσο για τελευταία φορά. Το παιδί, δειλά, της έδωσε κάτι που είχε τυλιγμένο σε μία χαρτοσακούλα του μανάβη. Ακολούθησαν οι αποχαιρετισμοί και οι ευχαριστίες των συγγενών. Η κυρία Τζοβάνα θυμήθηκε το πακετάκι μόνο αφού έφτασε σπίτι της. Το άνοιξε και βρήκε μέσα ένα βραχιόλι, τίποτα ιδιαίτερο, ένα φτηνό χιλιοφορεμένο βραχιόλι που λείπανε μερικές χάντρες του και ένα χρησιμοποιημένο (είχε λιγότερο από το μισό) μπουκαλάκι παλιομοδίτικο άρωμα. Και μία καρτούλα ζωγραφισμένη. Ήταν η παιδική ζωγραφιά μιας δασκάλας, που η κυρία Τζοβάνα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά της και μία επιγραφή: «Η μανούλα μου».
Από τότε κάθε χρόνο, στο τέλος της χρονιάς, η κυρία Τζοβάνα λάμβανε μία κάρτα από το Μανούσο. Κάποιες φορές με φωτογραφία, με τα νέα του να της λέει τους βαθμούς του στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο. Άλλες φορές νέα από τα ταξίδια του, και δώρα, γιατί πια ο Μανούσος είχε γίνει ένας σπουδαίος επιστήμονας.
Μία χρονιά όμως, το γράμμα ήταν διαφορετικό. Ήταν προσκλητήριο γάμου και αεροπορικά εισιτήρια για έναν μακρινό προορισμό στο εξωτερικό. Η κυρία Τζοβάνα μεγάλη πια έφτασε στη πολυτελή δεξίωση του γάμου. Ο σερβιτόρος που ήταν στην είσοδο, της έκανε ιδιαίτερες φιλοφρονήσεις. «Oh, Welcome Mrs. Johanna» και την οδήγησε στο πιο ξεχωριστό τραπέζι. Η κυρία Τζοβάνα ένιωσε κάπως άβολα εκεί. Δεν είχε και κανέναν γνωστό να μιλήσει.
Κάποια στιγμή μπήκε ο γαμπρός με μία επίσημη ενδυμασία. Ήταν φανερό ότι ο Μανούσος ήταν πια ένα σημαίνον πρόσωπο της κοινωνίας εκεί. Από όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν αυτός ξεχώρισε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο την κ. Τζοβάνα. Την αποκάλεσε με σεβασμό μητέρα και την έπιασε αγκαζέ για να προχωρήσουν για τη τελετή.
«Εσύ ήσουν η πιο ξεχωριστή μου δασκάλα, γιατί με έκανες ικανό να γίνω ένας καλός μαθητής» - «Εσύ ήσουν ο πιο ξεχωριστός μου μαθητής, γιατί με έκανες να γίνω δασκάλα» του απάντησε η δασκάλα που φορούσε ένα χιλιοφορεμένο φτηνό βραχιόλι και ένα ξεχασμένο πια, παλιομοδίτικο άρωμα.

Η εικόνα λήφθηκε από: www.astrosparalio.gr
Πηγή: emmkopanakis.blogspot.gr/