Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Η ευλογία του Χρόνου



π. Δημητρίου Μπόκου
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ - λέει τὸ παραμύθι - ὁ Θεὸς ἔσκυψε απὸ τὸν οὐρανὸ κι ἔριξε ἕνα βλέμμα στὴ γῆ. Δὲν ἔμεινε όμως εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶδε ἐκεῖ. Οἱ ανθρωποι, αν καὶ τοὺς εἶχε δώσει ὅλα τὰ καλά, εἶχαν γεμίσει τὴ ζωή τους μὲ προβλήματα. Ὁ Θεὸς στενοχωρήθηκε πολύ, γιατὶ τοὺς αγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ εἶναι ὅλοι καλά. Ἔπεσε σὲ βαθειὰ συλλογή. Τί άλλο θὰ μποροῦσε νὰ κάμει γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει; Ποιὰ εὐλογία δὲν τοὺς ἔδωσε ακόμα; Σκέφθηκε τότε νὰ ἐπιστρατεύσει τὸν Χρόνο. Θὰ τὸν ἔστελνε στοὺς ανθρώπους, ὥστε νὰ ἔχουν κάθε εὐκαιρία μὲ ὅλη τους τὴν άνεση νὰ φτιάχνουν σωστὰ τὴ ζωή τους.
Τὸν φώναξε λοιπὸν αμέσως κοντά του, τὸν καθοδήγησε καὶ τὸν ἔστειλε στὴ γῆ γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς άνθρώπους. Ὁ Χρόνος, νεαρὸ παλληκάρι γεμάτος ὄρεξη, ξεκίνησε αμέσως τὸ ἔργο του. Δὲν εἶχε καιρὸ γιὰ χάσιμο. Ἔπρεπε νὰ γυρίσει ὅλη τὴ γῆ κι αὐτό, αν το καλοσκεφθείς, δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη καὶ ξεκούραστη δουλειά.
Σταμάτησε στὴν πρώτη πόρτα ποὺ συνάντησε μπροστά του καὶ χτύπησε. Τοῦ άνοιξε ἕνας συνομήλικός του νεαρός. Ὁ Χρόνος τοῦ εἶπε:
- Εἶναι καιρὸς νὰ αρχίσεις.
- Ν᾿ αρχίσω τί; ρώτησε μὲ φανερὴ απορία ὁ νέος.
- Ὅλα τὰ σημαντικὰ ποὺ φτιάχνουν τὴ ζωή σου. Τὰ σχέδιά σου καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ θὰ τῆς δώσουν ὀμορφιὰ καὶ νόημα.
- Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ακόμα, απάντησε ὁ νέος. Ἔχω καιρό. Τὸ μέλλον εἶναι μπροστά μου.
- Δὲν ξέρεις κάν, όν θὰ ἔρθει ποτὲ τὸ μέλλον, απάντησε ὁ Χρόνος. Δικός σου χρόνος εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ τώρα ζεῖς. Αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μὲ σιγουριὰ στὰ χέρια σου εἶναι μονάχα τὸ παρόν.
Μὰ ὁ νέος δὲν πείσθηκε.
- Ὄχι, εἶπε. Νοιώθω πὼς εἶναι πολὺ νωρὶς ακόμα γιὰ ὁτιδήποτε. Θὰ περιμένω τὸ μέλλον.
Ὁ Χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιμείνει περισσότερο. Εἶχε πολὺ δρόμο μπροστά του. Ἔφυγε στενοχωρημένος. Ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, απὸ χωριὸ σὲ χωριό, απὸ σπίτι σὲ σπίτι, συνέχισε νὰ τρέχει πάνω στὴ γῆ, νὰ συναντήσει ὅλους τοὺς ανθρώπους. Ὅταν ἐπιτέλους συμπλήρωσε τὸ γύρο της, ὁ Χρόνος ἦταν πιὰ ἕνας γέρος μὲ χιονισμένα μαλλιά. Καὶ τότε βρέθηκε ξανὰ μιὰ νύχτα στὸ ἴδιο σημεῖο, απ᾿ ὅπου εἶχε ξεκινήσει: στὴν πόρτα τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε πρωτοσυναντήσει. Μὰ τώρα τοῦ άνοιξε ἕνας ασπρομάλλης γέρος. - Πρόλαβες νὰ κάνεις κάτι σπουδαῖο στὴ ζωή σου; ρώτησε ὁ Χρόνος. - Δυστυχῶς ὄχι, απάντησε ὁ γέρος σκυθρωπός. Τὰ άφηνα πάντα ὅλα γιὰ τὸ μέλλον. Μὰ κάποτε κατάλαβα, πὼς εἶναι πιὰ πολὺ αργὰ γιὰ ὁτιδήποτε. Τὸ μέλλον δὲν ὑπῆρχε πιὰ γιὰ μένα. Μὲ εἶχε προσπεράσει. Χωρὶς νὰ τὸ αντιληφθῶ, ἡ ζωή μου ἔγινε σιγὰ - σιγὰ ἕνα παρελθόν. Δὲν περιμένω τίποτε πιά. - Σταμάτα νὰ κοιτᾶς αὐτὸ τὸ παρελθόν, εἶπε ὁ Χρόνος. Δὲν χάθηκε κάθε ἐλπίδα. Στὰ χέρια σου κρατᾶς ακόμα τὸ παρόν. Γιὰ ὅσο ζεῖς, αὐτὸ θὰ ὑπάρχει. Καὶ εἶναι δικό σου. Τὸ κάνεις ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ πάρει. Τὸ παρόν, αὐτὸ μονάχα εἶχες πάντοτε δικό σου. Τὸ μέλλον δὲν ἤξερες ποτὲ αν θὰ σοῦ δινόταν. Τὸ παρελθόν σου πάλι δὲν γυρίζει πίσω. Μὰ τὸ παρόν σου, καὶ τώρα ακόμα, εἶναι ἐδῶ. Ἔχεις καιρό, ἐκμεταλλεύσου το. Ἔστω καὶ τώρα μπορεῖς νὰ κάνεις μιὰ αρχή, νὰ χτίσεις τουλάχιστον τὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις μόνο. Μὰ ὁ γέρος μόρφασε απαισιόδοξα: - Πολὺ αργὰ πιὰ γιὰ ὁτιδήποτε. Τὸ ρολόι χτύπησε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ νύχτα. - Νά, αὐτὴ ἡ ὥρα ἐκφράζει ὅλη τὴ ζωή μου, ξαναμίλησε ὁ γέρος μελαγχολικά. «Τρεῖς τὴ νύχτα: πολὺ νωρὶς καὶ συνάμα πολὺ αργὰ γιὰ ὁτιδήποτε» (Ζὰν-Πὼλ Σάρτρ). Ὁ Χρόνος τότε κίνησε νὰ φύγει. «Μυστήριο πράγμα ὁ άνθρωπος», σκεφτόταν. «Πῶς καταφέρνει νὰ χαραμίζει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας τὴν εὐλογία σὲ κατάρα;» (ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 366, Ἰαν. 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου