Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Τα ασήκωτα φορτία.





ημερολόγιο
Ήταν μια φορά και έναν καιρό, ένας νεαρός άντρας που κουβαλούσε στην πλάτη ένα χαλίκι. Ήταν σκυφτός, σαν να έπεσε στις πλάτες του το βάρος όλου το κόσμου. Έσερνε τα πόδια του με κόπο, το βλέμμα προσηλωμένο στο μονοπάτι του, τα χέρια κρατούσαν σφιχτά το χαλίκι του. Το πρόσωπο του ήταν κάπως αυλακωμένο, παράταιρο στην ηλικία του.

Στη διαδρομή συνάντησε μια μεσήλικη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα που κουβαλούσε στην πλάτη ένα άδειο, χρυσό κλουβί. Δε μίλησαν, δε συστήθηκαν, παρά μόνο συνέχισαν να περπατάνε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Εκείνη κοιτούσε που και που λαθραία το νεαρό και απορούσε για κείνο το μικρό χαλίκι. Εκείνος ήταν περίεργος για το χρυσό κλουβί, αλλά δεν τη ρώτησε τίποτα.

Λίγο πιο κάτω, προστέθηκε στην παρέα τους ένας ηλικιωμένος κύριος. Τους χαμογέλασε και άρχισε να περπατά μαζί τους, χωρίς πάλι να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις. Ο ηλικιωμένος έσερνε ένα μπαούλο με το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί κρατούσε τη μαγκούρα του. Κρατιόταν καλά για την ηλικία του, ήταν αξιοπρεπής κύριος, ευγενής. Κοιτούσε και αυτός κλεφτά τους άλλους δυο και αναρωτιόταν για το χαλίκι και το κλουβί. Ο νεαρός σκέφτηκε για τον παππού «Μα καλά, γέρος άνθρωπος που πάει με το μπαούλο; Γιατί δεν κάθεται σπίτι του;». Η γυναίκα πάλι αναρωτιόταν γιατί να μην έχει κάποιον να τον βοηθήσει και γιατί να είναι σημαντικό για κείνον.

Συνέχισαν έτσι για λίγη ώρα, αναρωτώμενοι ο ένας για τον άλλον. Στην πορεία τους εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι που έτρεχε γελώντας. Όταν την πλησίασαν αρκετά, το κοριτσάκι στάθηκε, τους κοίταξε έναν έναν και γεμάτη απορίες άρχισε να ρωτά..

Άρχισε με τον νεαρό..
Κοριτσάκι: Γιατί είσαι λυπημένος;
Νεαρός : Έχω μια θλίψη μεγαλύτερη από μένα. Και να , έχω και αυτό το φορτίο στην πλάτη που με βαραίνει.
Κοριτσάκι: Μα ποιο φορτίο;
Νεαρός: Δεν βλέπεις το χαλίκι;
Κοριτσάκι: Ναι. Μα αυτό είναι τόσο βαρύ; Γιατί δε δοκιμάζεις να το βάλεις για αρχή στην τσέπη σου;

Συνέχισε με την κυρία…
Κοριτσάκι: Ωραίο είναι το κλουβί σας. Είχε μέσα κάποιο πουλί; Πού πήγε;
Κυρία: Είχε έναν όμορφο παπαγάλο γλυκό μου κοριτσάκι. Μα έφυγε..
Κοριτσάκι: Και τώρα πού το πάτε;
Κυρία: Το παίρνω όπου πάω μαζί μου για να το θυμάμαι.
Κοριτσάκι: Μα θα το θυμάστε όπου και αν πάτε, δεν χρειαζόμαστε κλουβιά για να αισθανόμαστε ελεύθερα με τις αναμνήσεις μας. Τις κουβαλάμε μέσα μας. Έτσι μου πε η μαμά μου, όταν πέθανε η γιαγιά.

Και τέλος πλησίασε τον ηλικιωμένο..
Κοριτσάκι: Φαίνεστε μεγάλος και κουρασμένος, γιατί το κουβαλάτε;
Ηλικιωμένος: Εδώ μέσα έχω όλες μου τις αναμνήσεις. Τις φωτογραφίες του γάμου μου, τα πρώτα ρουχαλάκια των παιδιών μου, αναμνηστικά των εγγονιών μου, το μετάλλιο μου από τον πόλεμο.
Κοριτσάκι: Και γιατί δεν σας βοηθά κανείς παππουλάκο;
Ηλικιωμένος: Παιδί μου, είναι δικά μου δώρα αυτά, τα προνόμια της ζωής μου και είναι χρέος μου να τα κουβαλήσω με τα χέρια μου.
Κοριτσάκι: Α κατάλαβα. Και γιατί δεν τα βάζετε στο σπίτι σας, να τα έχετε ενθύμια να τα βλέπετε και να χαίρεστε; Πρέπει να τα κουβαλάτε;

Και οι τρεις έμειναν αμίλητοι να κοιτάνε το μικρό κορίτσι, που μες την αθωότητα του, απαλλαγμένο από τα βάρη της ζωής, συνέχισε να τρέχει χαρούμενο.

Ο νεαρός, πέταξε με φόρα μακριά το χαλίκι και σταμάτησε να καμπουριάζει..
Η κυρία, άφησε με προσοχή κάτω το κλουβί, άνοιξε το πορτάκι και το κρέμασε στο πιο κοντινό δέντρο να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά..
Ο ηλικιωμένος, άνοιξε το μπαούλο και άπλωσε τις αναμνήσεις του στον ήλιο, ενώ το μπαούλο το χάρισε στον πρώτο πλανόδιο που πέρασε..

Και μετά συνέχισαν και οι τρεις την πορεία τους με ένα ελαφρύ μειδίαμα. Μα κοίτα να δεις. Όποιος τους παρατηρούσε από μακριά θαρρείς και νόμισε πως ψήλωσαν έναν πόντο.
  
Ράνια Πανουργιά Ψυχολόγος
Πηγή: http://www.newsplus.gr/sthles//Ta_asikota_fortia/?n=182869

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου