Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα του Κυρ-Μανώλη


Ένα διήγημα 
Δρ. Θεολογίας και Οικονομικών
Τά Χριστούγεννα στην Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Καί ὅταν λέμε ταπεινά, ἐννοοῦμε τήν ἀφαίρεση τῆς ἐξωτερικῆς λαμπρότητας καί τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ κάλλους. Κάτι, τό μή χριστιανικό περιβάλλον, κάτι, ἡ βαριά κληρονομιά τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, ὁδηγοῦν σ᾽ αὐτό τό κατανυκτικό ἦθος.
Ἔτσι θά περνοῦσαν καί τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα γιά τόν κύρ Μανώλη τό λουστραδόρο. Μάστορας στή δουλειά του. Δούλευε μέ μεράκι τά ἔπιπλα, σάν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς νά βιάζεται καί χωρίς νά λογαριάζει τό κέρδος ἤ τη ζημιά. Ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του ἔπρεπε νά λάμπει «ἡλίου φαεινότερον», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί προσέθετε:
- Προπάντων, ὅμως, προσοχή στό βάθος τῆς λάμψης, μιᾶς καί εἶναι εὔκολο νά λάμπει ἡ ἐπιφάνεια, ἀλλά ἡ ἐπιτυχία βρίσκεται στό πῶς θά ᾽ρχεται τό φῶς.
Τό «βάθος τῆς λάμψης». Αὐτή ἦταν ἡ ἰδεολογία τοῦ κύρ Μανώλη. Μπορεῖ καί νά μήν ἦταν ἡ ἰδεολογία μόνο δική του. Μπορεῖ καί νά μετέφερε πάνω του μία χιλιόχρονη παράδοση πού ἔπλασε τό φῶς στό βάθος κι ἄφησε τήν ἐπιφάνεια στό περιθώριο. Ἡ γυναίκα του, βέβαια, ἡ Πολυξένη, διαφωνοῦσε μ᾽ ὅλα αὐτά.
- Τό μεροκάματο δέν βγαίνει μέ φιλοσοφίες, τοῦ ᾽λεγε. Αὐτό πού κάνεις οὔτε ὁ Θεός δέν τό θέλει. Ὁ Πανάγαθος ὅρισε νά κερδίζουμε τό ψωμί μας με τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας κι ὄχι με τόν ἱδρῶτα τριῶν προσώπων. Ἐκεῖνος θά τό ᾽θελε ἀλλιῶς γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό σένα.
Ὁ κύρ Μανώλης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἡ λάμψη. Ἀλλά τό παράπονο τῆς Πολυξένης τῆς «πολύπαθης», ὅπως ἔλεγε μόνη της γιά τόν ἑαυτό της, ἦταν κι ἄλλο. Ὁ ἄντρας της, ὁ προκομμένος, εἶχε τό ἐργαστήρι κάτω στό Γαλατά, κοντά στόν Ἅγιο Νικόλαο. Τό σπίτι του βρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, στό Σταυροδρόμι. Ἦταν μία ἀπόσταση πού δέν ἐπέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη νά ἐλέγχει τά συμβαίνοντα στό ἐργαστήρι.
Καθώς ἦταν ἀνοικτή καρδιά ὁ κύρ Μανώλης, εἶχε πολλές κοινωνικές σχέσεις μέ ἄλλους μαστόρους τῆς περιοχῆς τοῦ Γαλατᾶ. Τά κουτσόλεγαν στό ἐργαστήρι του, πού εἶχε γίνει χῶρος συζητήσεων, φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν. Ἦταν σάν ἕνα μικρό καφενεῖο, ὅπου οἱ συζητήσεις γιά τά τρέχοντα θέματα ἦταν στήν ἡμερησία διάταξη.
Ποιός ψάλτης εἶπε πιό κατανυκτικά τό δοξαστικό τῆς Κυριακῆς; Ποιός δεσπότης τηροῦσε τό περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποιά παράδοση ἔφερε νά ψάλλονται δύο καταβασίες τά Χριστούγεννα; Κι ἄλλα πολλά πού ἔβγαζαν πάντοτε τόν κύρ Μανώλη ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς δουλειᾶς του. Ἀναγκαζόνταν, τότε, νά δουλέψει ὡς τά μεσάνυχτα γιά νά προλάβει τό χαμένο χρόνο καί μερικές φορές κοιμόταν καί μέσα στο ἐργαστήρι, ἐπειδή ἦταν δύσκολο νά πάει στό σπίτι του, λόγω τοῦ προχωρημένου τῆς ὥρας. Τότε ἦταν πού ἡ Πολυξένη ἔχανε τ᾽ αὐγά καί τά καλάθια ἀπό τά νεῦρα της. Καί μεροκάμματο δέν ἔβγαινε καί ἄντρα δέν εἶχε. Ἔστηνε στήν πόρτα τόν ἄντρα της λέγοντας:
- Θά σέ ξετινάξουν ὅλοι αὐτοί, στήν ψάθα θά πεθάνεις. Καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
- Μά εἶναι καλά παιδιά καί γιά τό Χριστό μιλᾶμε. Καί μήν ξεχνᾶς πῶς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους φῶς, πολύ φῶς. Λίγο νά σταθεῖς μπροστά τους, λίγο νά τούς καλομιλήσεις καί θά βρεθεῖς κατάματα με τό Χριστό. Ἔχουν κι οἱ ἄνθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.
Ἡ Πολυξένη, ὅμως, δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Ἔβλεπε τά παιδιά της, καί τήν ἴδια, νά ζοῦνε φτωχικά. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν δεύτερα.
Ἦταν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Ἡ Πολυξένη εἶχε ἀπό τό πρωί δώσει τίς ὁδηγίες καί τά διαγγέλματά της στον ἄνδρα της.
- Τό ἀργότερο στίς ὀκτώ τό βράδυ θά εἶσαι στο σπίτι, οὔτε λεπτό καθυστέρηση. Ὅπως γυρνᾶς ἀπό τό Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια γιά τή γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, καί δύο κιασέδες γιαούρτι γιά νά νιώσουμε κι ἐμεῖς οἱ φτωχοί τή χρονιάρα μέρα.
Ὁ κύρ Μανώλης ἄκουγε τά διαγγέλματα. Δέν μποροῦσε νά κάνει καί κάτι ἄλλο.
- Κρίμα πού ἡ Πολυξένη δέν εἶχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θά εἶχε τήν πιό δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στή γυναίκα, πηγαίνει χαμένη μέ μένα τόν κακομοίρη.
Ἀπαντοῦσε ὅμως σταράτα:
- Ναί Πολυξένη μου, ὅλα θά γίνουν ὅπως θέλεις.
Καί πράγματι, ὅλα ἔγιναν ὅπως ἤθελε ἡ Πολυξένη. Στίς 8 ἡ ὥρα ὁ κύρ Μανώλης κατηφόριζε τή μεγάλη κατηφόρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Στό βάθος, στό τέλος τοῦ μεγάλου δρόμου, φαινόταν ἤδη τό σπίτι του. Τότε συνέβη τό ἔκτακτο. Ἐκεῖ, σε κάποιο ἀριστερό στενάκι ὑπῆρχε τό μικρό ταβερνάκι τοῦ Φώτη τοῦ Κάβουρα. Κάβουρα τόν ἔλεγαν λόγῳ τῶν ἀργῶν κινήσεων μέ τίς ὁποῖες περπατοῦσε. Καλή καί ἄδολη καρδιά ὁ Φώτης, διατηροῦσε αὐτό τό μικρό κατάστημα, ὅπου μαζεύονταν οἱ ἄντρες τῆς γειτονιᾶς καί τά κουτσόπιναν τά βραδάκια. Ἐκεῖνο τό βράδυ, λόγῳ τῆς παραμονῆς, πελατεία δέν ὑπῆρχε, μόνο ἕνας, κι ὁ Φώτης πού περιδιάβαινε μέ τή ματιά του τούς διαβάτες τῆς κατηφόρας. Τότε εἶδε τόν κύρ Μανώλη.
- Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σέ βλέπουμε πιά.
- Ναί, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης, οἱ δουλειές βλέπεις.
- Ἔλα νά τά ποῦμε γιά λίγο μέσα.

Ὁ κύρ Μανώλης κοντοστάθηκε. Ἡ Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, ἀλλά κι ἡ πρόσκληση ἦταν πρόκληση. Τό σκέφτηκε. Θά καθόταν δέκα λεπτά καί μετά θά συνέχιζε. Δέκα λεπτά δέν ἦταν τίποτε. Μπῆκαν μέσα καί κάθισαν σέ μία γωνιά, μιλώντας γιά τά Χριστούγεννα. Γιά τήν πρωινή λειτουργία. Γιά τά τροπάρια πού θά εἶχε τό τυπικό καί ἄλλα παρόμοια. Εἶχαν σχεδόν ξεχάσει πώς στό κατάστημα ὑπῆρχε κι ἕνας, ὁ μοναδικός, πελάτης. Τόν θυμήθηκαν ὅταν ξερόβηξε, λίγο, λέγοντας σέ σπασμένα Ἑλληνικά:
Θέλω ἕνα ποτήρι ἀπ᾽ τό γλυκό κρασί.
Καί σάν νά ἤθελε νά ἁρπάξει τήν εὐκαιρία εἶπε:
- Αὔριο ἐσεῖς οἱ ρωμηοί, ἔχετε μεγάλη γιορτή.
Οἱ δύο μας φίλοι στάθηκαν ἀμήχανοι, μ᾽ ἕναν τοῦρκο πάντα πρέπει νά εἶσαι κουμπωμένος. Ἐκεῖνος, σαν νά κατάλαβε, εἶπε:
Μέ λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σέ ρωμαίικο μαχαλά καί ξέρω κάτι λίγα ἑλληνικά. Εἶμαι μόνος, χωρίς οἰκογένεια, ξωμάχος τῆς ζωῆς. Σᾶς ρώτησα γιά τή γιορτή σας. Τί γιορτάζετε αὔριο;
Φαινόταν τίμιος καί εἶχε καθαρή ματιά. Ἔνιωθες ἐμπιστοσύνη. Ὁ κύρ Μανώλης πῆρε θάρρος.
- Νά, πῶς νά στο πῶ, αὔριο γεννήθηκε ἡ ἀγάπη. Ὁ Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.
- Πῶς γεννιέται ἡ ἀγάπη; Ἔχει πρόσωπο;
- Γι᾽ αὐτό γεννήθηκε ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχει πρόσωπο καί θέλει νά μᾶς δεῖ κατά πρόσωπο, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης. Καί συνέχισε:
- Ξέρεις; Ἡ ἀγάπη πού γεννήθηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Τζεμίλ ἀντέδρασε.
- Ὁ Θεός οὔτε γεννιέται, οὔτε ἔχει πρόσωπο.
- Φίλε μου Τζεμίλ, εἶπε ὁ κύρ Μανώλης, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἀγάπη, ἐπειδή καταδέχτηκε νά γεννηθεῖ καί νά μᾶς δεῖ στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει νά βρεῖ τη λάμψη πού ἔχουμε μέσα μας καί νά τήν κάνει φωτιά.

Ὁ Τζεμίλ σώπασε. Ἄκουγε μέ προσοχή τόν κύρ Μανώλη. Ὁ Μανώλης, ὁ λουστραδόρος, εἶχε γίνει ὁλόκληρος μια φωτιά πού ἔλαμπε. Σώπασαν καί οἱ δύο. Μετά ἀπό ὥρα ψιθύρισε ὁ Τζεμίλ:
Κι ἀφοῦ ὁ Θεός σας εἶναι ἀγάπη ἐσύ πῶς θά μοῦ τό ἀποδείξεις;
Ὁ Μανώλης μάζεψε τά φρύδια καί εἶπε, ψιθυρίζοντας:
- Νά τ᾽ ἀποδείξω δέν μπορῶ μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἄν χρειαστεῖ νά κάνω μιά θυσία γιά σένα, τότε θά τό καταλάβεις.
Ὁ Τζεμίλ εἶπε φωναχτά:
- Κάνε μια θυσία γιά μένα. Θέλω νά καταλάβω τήν ἀγάπη πού γίνεται ἄνθρωπος ἤ μάλλον νά καταλάβω πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει τήν ἀγάπη;
Ὁ κύρ Μανώλης δέν σκέφτηκε καί πολύ. Οἱ θυσίες δέν προγραμματίζονται, ἔρχονται ξαφνικά, ἀρκεῖ νά τίς ἀξιοποιήσεις. Κάθισε, ἐκεῖ, στό ταβερνάκι, ὅλη τή νύχτα μέ τόν Τζεμίλ. Δέν ἦταν δά καί τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτοῦσε γιά νά φτάσει στη «λάμψη τήν ἐσωτέρα», γιά νά βρεῖ τήν κοινωνία μέ τόν ἄλλο.
Ἔτσι πέρασε ὅλη τή νύχτα καί τό πρωί τράβηξε γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο γιά ν᾽ ἀκούσει: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἕνα ἦταν σίγουρο. Ἐκεῖνο τό βράδυ μέσα στό καπηλειό τοῦ Φώτη ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Πάντοτε ἔτσι γεννιέται, στά ταπεινά καί στά μοναχικά. Γεννιέται ἐκεῖ πού ἡ λάμψη δέν εἶναι ἐξωτερική. Ἔτσι γιόρτασαν τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα στην Πόλη. Ἔτσι πάντα τά γιορτάζουν. Μέ τή φωταυγή ἀχτίδα τοῦ ἐσωτέρου φωτός. Καί μετά ἔρχονται πάντα οἱ Ἡρῶδες. Καί στή διήγησή μας αὐτή, τό μαρτύριο γιά τόν κύρ Μανώλη ἦρθε ἀπό τήν Πολυξένη, τήν πολύπαθη καί κουρασμένη, πού ξεχνοῦσε ὅμως νά καταλάβει τή λάμψη πού εἶχε κοντά της, τόν κύρ Μανώλη, ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῆς φανέρωσης τοῦ Κυρίου πάνω στή γῆ.
Πηγή: Αὐτοτελές ἀπόσπασμα μέσα ἀπό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου», Σελίδα 85, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002.

Η γέννηση του Χριστού και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια (Ι.Καραβιδόπουλος)

Τα ανώνυμα χριστιανικά κείμενα του 2ου αιώνα μ.Χ., αν και δεν συμπεριλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, αποτελούν πολύτιμη πηγή για τους ιστορικούς.
Οι βυζαντινές παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού τοποθετούν το νεογέννητο βρέφος και την Παναγία Μητέρα του μέσα σε ένα σπήλαιο, όπου απεικονίζονται επίσης δίπλα στο βρέφος και δύο εκπρόσωποι του ζωικού κόσμου, ένα βόδι και ένας όνος.
Αν όμως διαβάσει κανείς τις διηγήσεις των δύο Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης που αφηγούνται τη Γέννηση (κατά Ματθαίον 2, 1-12 και κατά Λουκάν 2, 1-20), δεν θα δει πουθενά να γίνεται λόγος για σπήλαιο ούτε για βόδι και όνο. Δίκαια λοιπόν θα αναρωτηθεί: Από πού αντλούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι τα εικονογραφικά αυτά θέματα;
Τα δύο αυτά γνωστά μας εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από άλλα αρχαία κείμενα που δεν αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, από τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τι ακριβώς είναι αυτά; Είναι απαραίτητο να προτάξουμε μερικές εισαγωγικές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τον στόχο αυτών των κειμένων και γενικότερα για τη θέση τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.
«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ­ ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ­ ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «κανόνα» των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά διαβάζονται απλώς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Σχετίζονται όμως με την Καινή Διαθήκη (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκτασή τους.
Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας; Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο συνήθως διδακτικό ή απολογητικό.
Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα ­ όνομα που επικράτησε τελικά στην παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως τη λειτουργική και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο σε αυτά.
Οι τρεις μάγοι, για παράδειγμα, που προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Χριστό φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, ο ανώνυμος εκατόνταρχος κατά τη σταύρωση του Ιησού ονομάζεται Λογγίνος, οι δύο ληστές Γίστας και Δισμάς, η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη
Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Επίσης γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των Αποστόλων, την περιγραφή του τέλους του κόσμου κ.ά.π.
Η απόκρυφη γραμματεία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων Αποκρύφων γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης.
Η βυζαντινή τέχνη παρουσιάζει πλούσια θεματική που η πηγή έμπνευσής της βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τις τοιχογραφίες σε ναούς της Καππαδοκίας, τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, τις τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Χιλανδαρίου (Αγίου Όρους), της Περιβλέπτου του Μιστρά, της Santa Maria Maggiore της Ρώμης κ.ά., που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας.
Η έρευνα των Αποκρύφων προωθείται σήμερα από μια επιστημονική εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα, την Εταιρεία για τη Μελέτη της Απόκρυφης Χριστιανικής Γραμματείας, με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πολλά άλλα πανεπιστήμια του κόσμου. 


Η πορεία στη Βηθλεέμ, η φυγή στην Αίγυπτο και οι αγιογράφοι

Ένα από τα γνωστότερα και σημαντικότερα Απόκρυφα, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου (του 2ου αιώνα μ.Χ.), κάνει λόγο για το σπήλαιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, πληροφορία που αξιοποιούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.
«Καθώς ο Ιωσήφ με την έγκυο Μαρία πορεύονται προς τη Βηθλεέμ για να απογραφούν κατόπιν του σχετικού διατάγματος του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο Ιωσήφ αναλογίζεται:
«Εγώ θα απογράψω τους υιούς μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει».
Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθήσει και πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι.
Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει;Το πρόσωπό σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό».
Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιόν μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει».
Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε τότε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω; Ο τόπος είναι έρημος». Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο και την έβαλε μέσα...» (17, 1 - 18, 1).
Ακολουθεί μια πρωτότυπη και εξόχως ενδιαφέρουσα περιγραφή της αναστολής λειτουργίας του χρόνου και της κίνησης κατά την ώρα της γέννησης του Χριστού. 
Κατά την ιστορική στιγμή της γέννησης το Σύμπαν έκθαμβο σταμάτησε τη ροή και την κίνησή του, οι φωνές εσίγησαν, οι κινήσεις ανθρώπων και ζώων διακόπηκαν, τα πουλιά ακινητοποιήθηκαν στον αέρα, τα μέλη κάθε ζωντανού σώματος έμειναν μετέωρα στο σημείο όπου βρίσκονταν την ώρα εκείνη.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον Ιωσήφ: «Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους» (18, 2). Οι μεταφράσεις των απόκρυφων αποσπασμάτων που παρατίθενται εδώ είναι από το βιβλίο του Ι. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμ. Ι: Απόκρυφα Ευαγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Ύστερα από τα αποσπάσματα του Πρωτευαγγελίου Ιακώβου που παραθέσαμε είναι φανερή η πηγή έμπνευσης των ζωγράφων αναφορικά με το σπήλαιο της Γέννησης. Τα δύο όμως ζώα στη γνωστή παράσταση της Γέννησης; Αυτά προέρχονται από ένα άλλο μεταγενέστερο Απόκρυφο, το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου (8ος αιώνας) που γράφει τα εξής: «Και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριοτάτη Μαρία βγήκε από τη σπηλιά και μπήκε σ' έναν στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη τον γιο της, τον οποίο προσκύνησαν το βόδι και ο όνος.
Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Το βόδι γνώρισε τον αφέντη του και ο όνος τη φάτνη του κυρίου του». Τα ίδια λοιπόν τα ζωντανά, το βόδι και ο όνος έχοντας Αυτόν στη μέση αδιαλείπτως τον προσκυνούσαν. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Αββακούμ: «Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς». Στο ίδιο μέρος παρέμεινε ο Ιωσήφ με τη Μαρία για τρεις ημέρες» (14).
Το ίδιο κείμενο αφηγείται θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το ταξίδι του Ιησού με την κατά κόσμο οικογένειά του στην Αίγυπτο. Μιλάει για λιοντάρια, λύκους και λεοπαρδάλεις που συνοδεύουν την οικογένεια χωρίς να βλάψουν κανέναν, καθώς και για ένα φοινικόδενδρο που λυγίζει τα κλαδιά του, κατόπιν εντολής του μικρού Ιησού, ώστε να δροσιστεί η μητέρα του από τον καρπό του, πράξη για την οποία αμείβεται το δένδρο με τα ακόλουθα λόγια του βρέφους: «Αυτό το προνόμιο σου δίνω, φοίνικα,να μεταφερθεί από τους αγγέλους μου ένας από τους κλώνους σου και να φυτευθεί στον παράδεισο του Πατέρα μου. Και αυτή την ευλογία σού δίνω, ώστε σε όλους όσοι θα έχουν νικήσει σε κάποιον αγώνα, να λένε:κερδίσατε τον φοίνικα της νίκης» (21).
Όταν οι ταξιδιώτες έφθασαν στην Ερμούπολη της Αιγύπτου, μπήκαν για να καταλύσουν σε ένα ιερό που ονομαζόταν «Καπιτώλιο της Αιγύπτου» και στέγαζε 365 είδωλα. «Και συνέβη» αφηγείται το ίδιο κείμενο «όταν η Μαρία μαζί με το νήπιο εισήλθε στο ιερό, όλα τα είδωλα να γκρεμιστούν στο έδαφος... Όταν το ανήγγειλαν αυτό στον Αφροδίσιο, ηγεμόνα της πόλης εκείνης, ήρθε στο ιερό με όλο του το στράτευμα.
Οι ιερείς όμως του ναού, μόλις είδαν τον Αφροδίσιο να έρχεται στο ιερό με όλο του το στράτευμα, νόμιζαν ότι θα τον δουν να παίρνει εκδίκηση από αυτούς εξαιτίας των οποίων οι θεοί είχαν καταρρεύσει. Και εκείνος κατά την είσοδό του στο ιερό, μόλις είδε όλα τα είδωλα να κείτονται πεσμένα με το πρόσωπό τους, πλησίασε τη Μαρία, η οποία έφερε στην αγκαλιά της τον Κύριο, και αφού τον προσκύνησε είπε σε όλο το στράτευμα και τους φίλους του:
«Αν αυτός δεν ήταν ο Θεός των δικών μας θεών, οι θεοί μας δεν θα είχαν πέσει πάνω στα πρόσωπά τους ενώπιόν του, ούτε θα κείτονταν σωριασμένοι στη θέα του. Αν λοιπόν όλοι μας δεν κάνουμε με μεγαλύτερη ευλάβεια αυτό που είδαμε να πράττουν οι θεοί μας, θα μπορούσαμε να επισείσουμε τον κίνδυνο της οργής του και όλοι να χαθούμε, όπως συνέβη στον Φαραώ, τον βασιλιά των Αιγυπτίων, ο οποίος καταποντίστηκε στη θάλασσα μαζί με όλο του το στράτευμα, επειδή δεν πίστεψε σε τόσο μεγάλες δυνάμεις. Τότε όλος ο λαός της πόλης αυτής πίστεψε στον Κύριο τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού» (23-24).
Τα κείμενα αυτά μπορεί σε σύγκριση με τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης να υπολείπονται από πλευράς εμβάθυνσης στο μυστήριο της θείας οικονομίας, καθώς επίσης και από πλευράς ιστορικών στοιχείων και λυτρωτικού μηνύματος, είχαν όμως τη δική τους ιστορία στην περιφέρεια της ζωής της Εκκλησίας. Έθρεψαν πολλές γενιές απλών χριστιανών, αλλά και αναδυόμενα από την περιφέρεια στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής ενέπνευσαν υμνογράφους και ιδίως καλλιτέχνες και αγιογράφους.
Καιρός είναι πλέον η υποκρυπτόμενη ή φανερά εκφραζόμενη από πολλούς άποψη ότι τα Απόκρυφα περιέχουν συγκλονιστικές και ύποπτες για τη χριστιανική πίστη πληροφορίες, και γι' αυτό η Εκκλησία και η θεολογία τα κρατούν μακριά από το αναγνωστικό κοινό, να δώσει τη θέση της σε μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών.

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ: Οι διαφορές με τα «κανονικά» Ευαγγέλια

Συγκρίνοντας τις διηγήσεις των Αποκρύφων με αυτές των «κανονικών» Ευαγγελίων (κανονικών, με την τεχνική έννοια ότι ανήκουν στον «κανόνα» της Καινής Διαθήκης, όπως τον όρισε η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες) διαπιστώνουμε τα εξής:
1. Τα τέσσερα «κανονικά» Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολό τους όμως απηχούν την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Με άλλα λόγια είναι έργα της Εκκλησίας και διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις της. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμία περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενανθρώπισης, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ' ανάγκη σε σχέση με τον Χριστό. Οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ ολοκλήρου στη φαντασία τους, «συμπληρώνουν» την εικόνα της Παναγίας.
3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν έναν δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.
4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου αποτελεί τον πυρήνα και τον στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, ενώ η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν τον στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. Έθρεψαν ωστόσο πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ «ΒΗΜΑ»: 24/12/2000
Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος (1937-) είναι ομότιμος καθηγητής Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο Καραβιδόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ολοκλήρωσε τις σπουδές στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και κατόπιν μετεκπαιδεύτηκε στο Στρασβούργο της Γαλλίας και το Γκέτινγκεν της Γερμανίας. Είναι καθηγητής του τμήματος Θεολογίας από το 1975 και διδάσκει Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης.
 http://sophia-siglitiki.blogspot.gr

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Αγάπη γεννιέται!!


Του Άρη Δαβαράκη
Τα Χριστούγεννα είναι πολύ μεγάλη γιορτή για εμάς που αγαπάμε τον Ιησού επειδή ήρθε σαν Πνεύμα Άγιο και σαρκώθηκε μόνο και μόνο για να επιμείνει στα απολύτως βασικά: Πρώτα απ’ όλα στην αγάπη. Να αγαπάμε τον διπλανό μας όσο και τον εαυτό μας – και να αγαπαμε πολύ. Που σημαίνει ότι πρέπει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας πραγματικά και ουσιαστικά, να τον αναγνωρίσουμε, να τον αποδεχτούμε, να γίνουμε μαζί του φίλοι αληθινοί, για να μπορέσουμε μετά, αυτό που κερδίσαμε, να το μοιράσουμε και να το μοιραστούμε και με τους άλλους, με τον διπλανό μας.
Άλλο από την αγάπη δεν ενδιαφέρει τον Χριστό. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Θεωρίες και αναλύσεις και αυστηρότητες και διάφορα κοσμικά «κόλπα» μέσα στους αιώνες από όλες της εκκλησίες της πολύ μεγάλης πια αυτής θρησκείας που πολύ διαστρεβλώθηκε και κακοδιαφημίστηκε. Ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι πλησιάζουν τον Ιησού με πολύ μπερδεμένες σκέψεις στο μυαλό τους, ενώ αρκεί μόνο ένα ιμάτιο κι’ ένα  ζευγάρι σανδάλια, πίστη, σιγουριά και εγωϊσμό μηδενισμένο. Μήτρες με διαμαντικά και ρούχα ιερατικά πανάκριβα, δεσποτάδες με ποιμαντικές ράβδους φορτωμένες ασήμια, χρυσό, πολύτιμες πέτρες και διακοσμήσεις,  μεγάλα και ακριβά σπίτια και γραφεία, αυτοκίνητα πολυτελή με οδηγούς, σαν τα υπουργικά που κοροϊδεύουμε, όλα αυτά και άλλα πολλά έχουνε κάνει τους λογικά σκεπτόμενους ανθρώπους να «ενοχλούνται» κυριολεκτικά από όλο αυτό το πανηγύρι της ματαιότητας που χρεώνει όσο θέλει τα «μυστήρια» και λειτουργεί σαν πνευματικό “catering”  στο οποίο απευθύνεσαι στις μεγάλες χαρές και στον μεγάλο πόνο γιατί «έτσι γίνεται» κι’ όχι γιατί αυτό ζητάει η ψυχή σου.
Όμως ο Χριστός ήρθε στον κόσμο όπως όλοι μας, γυμνός – και διάλεξε έναν χώρο ταπεινό και μεγαλειώδη στην απλότητα του για να γεννηθεί. Και όποιος πιστεύει πως, πράγματι, ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, θέλησε κάποια στιγμή να φορέσει την στολή της ανθρώπινης σάρκας, καταλαβαίνει πως αυτό έγινε γιατι κάτι, ενα μήνυμα, έπρεπε να μεταδοθεί στους τρελαμένους (από τότε) «ισχυρούς» και τους έχοντες την τάση να συσσωρεύουν αγαθά με ένα πάθος αξιοπερίεργο για λογικό όν. Γιατί κάθε λογικός άνθρωπος ξέρει πως ίσα που προλαβαίνει να κόψει μια βόλτα σ’ αυτή την διάσταση και αυτόν τον πλανήτη και πως, πολύ γρήγορα, θα εγκαταλείψει εδώ το σώμα του να ξαναγίνει χώμα και θα φύγει ολόγυμνος όπως ήρθε.
Αν λοιπόν το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ιδιοφυώς κατασκευασμένο όχημα που μόνο εδώ στη γη μπορεί να μας είναι χρήσιμο για κάποιες δεκαετίες  (αν έχουμε υγεία), όλο το παιχνίδι, όλος ο αγώνας, όλη η ουσία, είναι για την ενέργεια που «εμψυχώνει» το σώμα και του δίνει ζωή, την ψυχή μας. Αυτή είναι που συνεχίζει και χωρίς σώμα, που προϋπήρχε και χωρίς σώμα. Για χάρη της γίνεται αυτό το ταξίδι και ο Χριστός μας λέει πως το μεγάλο κέρδος που μπορεί να αποκομίσει  μια ψυχή ντυμένη για κάποιες δεκαετίες με ένα σώμα ανθρώπινο, είναι αγάπη. Να εμπλουτίσει τις εμπειρίες και τα βιώματά της με αυτήν την δυνατή ενέργεια που, όπως φαίνεται, υπάρχει διάχυτη σ’ αυτόν τον πανέμορφο πλανήτη με τις τρείς διαστάσεις του -και τον Χρόνο.
Αγάπη λέει ο Χριστός και τίποτε άλλο. Ούτε «πρέπει», ούτε «μη», ούτε άλλες εντολές θέλει να δώσει – να υπογραμμίσει μόνο με τα θαύματα και τις παραβολές του και την ίδια τη ζωή του πως το μεγάλο μυστικό, η πιο ισχυρή ενέργεια στο σύμπαν που δεν γνωρίζει θάνατο, ούτε χρόνο, ούτε ύλη, ούτε «ήττες» και «νίκες», ούτε βέβαια εγωϊσμούς, ανταγωνισμούς και «αυστηρότητες», είναι η αγάπη. Η αγάπη που θα καταφέρουμε να ενεργοποιήσουμε μέσα μας κάνοντας την μεγάλη και πολύ δύσκολη προσπάθεια να γνωρίσουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτή μας η γνωριμία με αυτό που είμαστε, με την ίδια την ψυχή που κουβαλάμε,  θέλει πολλή δουλειά, πολλή τόλμη, υπομονή, επιμονή, ελπίδα και πίστη πως θα τα καταφέρουμε –έστω και την ενδεκάτη ώρα. Γιατί η ψυχή μας μπορεί να μην μας αρέσει – για πολλούς και διάφορους λόγους. Μπορεί να κουβαλάει βαθειά σκοτάδια που εμείς οφείλουμε να τα βγάλουμε στο φώς. Μπορεί να μας τρομάζει πάρα πολύ με την τεράστια δύναμή της και την επιμονή της και τον αγώνα της – με όλα όσα ζητάει από μας, όσα απαιτεί για να έρθει η εσωτερική αρμονία που είναι και προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει η αγάπη.
Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός που γεννήθηκε σήμερα, ο γλυκύτατος Ιησούς που μας λέει να τον ακολουθήσουμε στο φωτεινό μονοπάτι της βαθειάς αγάπης (που τόσο μας τρομάζει) και μας βεβαιώνει ότι το φορτίο του είναι ελαφρύ.  Δεν ζητάει τίποτα –μόνο να μάθουμε να αγαπάμε.  Αυτή είναι η θρησκεία του.
Όλα τα άλλα που του φορτώσανε οι αιώνες δεν έχουν καμία σχέση με όσα θέλησε, σαν δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, να μας «επικοινωνήσει»: «Τεκνία αγαπάτε αλλήλους». Αυτή είναι η "πληροφορία", αυτό είναι το μυστικό που τα κρατάει όλα ενωμένα μέσα σε μια αρμονία ασύλληπτη που έρχεται από το άπειρο και προχωράει στο άπειρο. Η αγάπη.
Το μόνο που θέλει να πάρει η ψυχή μας από αυτή την διαδρομή  στις γήϊνες τρείς διαστάσεις, είναι να φωτιστεί και να φορτιστεί με τις ενέργειες της αγάπης.
Ολα τα άλλα που "φορτώθηκε" η διδασκαλία του Ιησού είναι συχνά χρήσιμα αλλά δεν είναι ο πραγματικός στόχος, ο σκοπός, το Φώς το αληθινό.
Το Φώς το αληθινό είναι η Αγάπη.
 http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.kosmos&id=6572

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το άγνωστο μήνυμα των Χριστουγέννων: να γίνεις θεός!


 Γράφει ο Θ. Ι. Ρηγινιώτης

Ποιο είναι το νόημα και το μήνυμα των Χριστουγέννων, αν ξεφύγουμε από τα λαμπερά περιτυλίγματα, τα φωτάκια και τον καταναλωτισμό; «Η αγάπη» ασφαλώς θα πουν όλοι. Είναι μέρες αγάπης. «Και επί γης ειρήνη»: αυτό είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων.

Αν και η απάντηση αυτή βασίζεται σε μια μεγάλη αλήθεια (η αγάπη πράγματι είναι το θεμέλιο όλων των χριστιανικών εορτών και πράξεων, όταν γίνονται σωστά), όμως κι αυτή η απάντηση δε φτάνει στο βάθος και στην αλήθεια της εορτής, όπως μας την παραδίδει η πνευματική μας κληρονομιά και όπως την εκφράζουν οι άγιοι της Ορθοδοξίας, αλλά και οι μεγάλοι και άγιοι ποιητές και μουσικοί που έγραψαν τα μουσικά έργα (κανόνες, κοντάκια, άλλα τροπάρια) που ψάλλουμε στην εκκλησία τη μέρα της γιορτής.

Σύμφωνα με όλους αυτούς, το νόημα των Χριστουγέννων είναι: ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός.

Το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος (σύμφωνα με τους χριστιανούς) το ξέρουν και το καταλαβαίνουν, σε γενικές γραμμές, όλοι: ο Θεός είναι η Αγία Τριάδα. Το ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ο Υιός του Θεού Πατέρα (που είναι κι αυτός Θεός), πήρε ανθρώπινο σώμα (ΚΑΙ ψυχή) και έγινε άνθρωπος, δίδαξε την αγάπη και σταυρώθηκε, λυτρώνοντας το ανθρώπινο γένος (από τι όμως το λύτρωσε;).

Ο άνθρωπος γίνεται θεός;

Αλλά το δεύτερο, ότι ο Χριστός γεννήθηκε για να γίνει θεός ο άνθρωπος, σίγουρα πρώτη φορά το ακούνε οι πιο πολλοί και ασφαλώς χρειάζεται εξήγηση.

Να πούμε κατ’ αρχάς ότι μιλάμε κυριολεκτικά: στ’ αλήθεια γίνεται θεός ο άνθρωπος, όχι συμβολικά ή μεταφορικά. Γιατί; Επειδή με το να γίνει άνθρωπος ο Θεός, δημιούργησε μια γέφυρα που ενώνει Θεό και ανθρώπους. Έτσι, όταν κάποιος βαφτίζεται ορθόδοξος χριστιανός, μεταλαβαίνει το σώμα και το αίμα του Χριστού και αξιοποιεί τις δυνάμεις του για να καθαρίσει την καρδιά του από τα πάθη (τον εγωισμό, το μίσος, την ιδιοτέλεια, το ν’ αγαπάει το χρήμα, τις απολαύσεις ή τη δόξα πιο πολύ απ’ όσο αγαπά τους συνανθρώπους του κ.λ.π.) και να εγκαταστήσει μέσα του την ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη (που περιλαμβάνει οπωσδήποτε συγχώρεση των εχθρών, άσχετα αν αυτοί μετανοούν ή όχι), τότε ο άνθρωπος ενώνεται με το Χριστό.

Και, επειδή ο Χριστός είναι Θεός, η ένωση αυτή φέρνει τον άνθρωπο σε ένωση με το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται άγιος, δηλαδή θεός «κατά χάριν» (αποκτά έντονα θεϊκά στοιχεία, που τα διατηρεί αιώνια, χωρίς όμως να πάψει να είναι άνθρωπος). Γι’ αυτό οι άγιοι κάνουν θαύματα: επειδή δεν είναι πια κοινοί άνθρωποι, αλλά έχουν γίνει πλάσματα ανώτερου επιπέδου: θεϊκά όντα.

Βέβαια οι άγιοι – το ξαναλέω – παραμένουν άνθρωποι, δε γίνονται θεοί «κατά φύσιν». Μόνο ο Θεός είναι Θεός κατά φύσιν. Γι’ αυτό, τους αγίους ΔΕΝ τους λατρεύουμε, δεν είναι «οι θεοί μας», αλλά πάντα είναι συνάνθρωποι και αδελφοί μας. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφορά των αγίων από τους άλλους ανθρώπους, που ονειρεύονται να γίνουν «θεοί» εγωιστικά: ότι όλοι, λίγο πολύ, θέλουμε να γίνουμε οι «θεοί» των άλλων και να έχουμε εξουσία και δύναμη πάνω τους, ενώ οι άγιοι δεν ζητούν λατρεία από κανέναν, γιατί αυτό που έχουν μέσα τους είναι η ταπείνωση και η αγάπη, όχι η δίψα για δύναμη και εξουσία.

Καταλαβαίνετε τώρα, ελπίζω, γιατί έχει τεράστια διαφορά αν ο Χριστός είναι Θεός από το αν είναι απλά «ένας σοφός άνθρωπος που μίλησε για αγάπη και δικαιοσύνη». Αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε δεν υπάρχει ένωση ανθρώπου και Θεού, άρα δεν υπάρχει και σωτηρία. Τελικός νικητής είναι ο θάνατος.

Αλλά το ότι ο Χριστός είναι Θεός και υπάρχει αγιότητα και σωτηρία, αποδεικνύεται από την ύπαρξη των αγίων σε κάθε εποχή και, φυσικά, και στην εποχή μας. Οι σύγχρονοι άγιοι, όπως οι μεγάλοι Γέροντες Ευμένιος από τα Ρούστικα, Γεννάδιος της Ακουμιανής Γιαλιάς, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος της Εύβοιας κ.π.ά., σύγχρονες αγίες όπως η Σοφία της Κλεισούρας, η Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή κ.π.ά., είναι η απόδειξη ότι ο χριστιανισμός είναι αληθινός και ότι ο δρόμος του Χριστού οδηγεί πράγματι τον άνθρωπο στην αγιότητα – σε αυτό που οι θεολόγοι λέμε «θέωση», δηλ. στο να γίνει ο άνθρωπος θεός.

Μικροί καθημερινοί άγιοι

Να πούμε εδώ ότι, ενώ μεγάλοι άγιοι είναι σχετικά λίγοι σε κάθε εποχή, υπάρχουν χιλιάδες «μικροί άγιοι», που ζουν δίπλα μας ή ίσως και μέσα στο σπίτι μας…

Άνθρωποι γεμάτοι πίστη και ταπεινή αγάπη, που συγχωρούν εύκολα και τους πάντες και αγαπούν τους πάντες με καρδιά μικρού παιδιού. Άνθρωποι που υπομένουν τρομερές δυσκολίες, αλλά έχουν πάντα μέσα τους πίστη στο Θεό, αγάπη και συγχώρεση (ανεξικακία) για τους άλλους.

Αλλά και πόσες μανάδες δεν προσεύχονται για τα παιδιά τους μέρα νύχτα και οι προσευχές αυτές δεν ωφελούν τα παιδιά τους, χωρίς οι ίδιες – ή τα ίδια – να το μαθαίνουν ποτέ… Κι αυτές οι μανάδες, λόγω της αγάπης τους, έχουν μια αγιότητα, γιατί οι φλογερές προσευχές τους, με τη βοήθεια του Θεού, κάνουν αυτό το μικρό θαύμα.

Επίσης, αρκετοί παπάδες και μοναχοί (καλόγεροι) είναι μικροί άγιοι και κάνουν τον αγώνα τους για τη σωτηρία της ψυχής τους και για τη σωτηρία όλων μας. Αν κοιτάξουμε με ειλικρίνεια γύρω μας, θα δούμε σίγουρα μερικούς.

Υπάρχουν και παιδιά ή έφηβοι, που πιστεύουν στο Θεό, προσεύχονται, πηγαίνουν στην εκκλησία, νηστεύουν, εξομολογούνται και μεταλαβαίνουν – και συχνά γίνονται στόχος των άλλων, υπομένουν πόλεμο, όχι μόνο από τα πειραχτήρια του σχολείου, αλλά και από την ίδια την οικογένειά τους, που… ανησυχεί για τα παιδιά τους, ενώ αν ήταν εγωιστικά, αν κοιτούσαν μόνο το συμφέρον τους ή τη διασκέδασή τους, θα τα θεωρούσαν φυσιολογικά και θα τα αποδέχονταν εύκολα.

Γενικά, κάθε σοβαρός χριστιανός αντιμετωπίζει προβλήματα στην κοινωνία, γιατί είναι τόσο καλός, που οι περισσότεροι γύρω του τον θεωρούν αφελή και τον λυπούνται ή τον εκμεταλλεύονται. Αυτός το καταλαβαίνει και πικραίνεται, αλλά πάντα συγχωρεί και πάντα επιμένει στην πίστη και την αγάπη. Και ζητάει βοήθεια απ’ το Χριστό για να συνεχίσει ν’ αγωνίζεται, συγχωρώντας, πιστεύοντας και αγαπώντας, και θυσιάζοντας πολλές φορές το συμφέρον του για τους άλλους, χωρίς αντάλλαγμα. Αυτή η βοήθεια του Χριστού είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο άνθρωπος ν’ αντέξει έναν τόσο μεγάλο αγώνα…

Έτσι ο Χριστός λυτρώνει τον άνθρωπο: τον λυτρώνει από τα πάθη, που φέρνουν τη μοναξιά, το θάνατο και την αιώνια μοναξιά, που ονομάζεται κόλαση. Και τον οδηγεί στην αιώνια αγάπη και συνύπαρξη, που φέρνει την αιώνια χαρά και ονομάζεται παράδεισος.


Ο δρόμος της αγάπης και του Χριστού

Ολόκληρη η πνευματική ζωή και η ασκητική προσπάθεια του χριστιανού αποσκοπεί σ’ αυτό ακριβώς: στην προσωπική μας μεταμόρφωση σε θεία όντα γεμάτα αγάπη, που σημαίνει την ένωσή μας με τον Τριαδικό Θεό μέσα από την οδό (το δρόμο) του Ιησού Χριστού.

Η οδός αυτή (κυριολεκτικά «ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος», για να δανειστώ μια φράση από άλλη συνάφεια) μάς έχει αποκαλυφθεί από το Χριστό (που είπε «εγώ ειμί η οδός», «δεύτε προς με», κατά Ιωάννην, 14, 6, κατά Ματθαίον, 11, 28) και έχει αναλυθεί από τους αγίους διδασκάλους του ορθόδοξου χριστιανισμού, που δίδαξαν και διδάσκουν τους ανθρώπους με βάση την εμπειρία τους κι όχι θεωρητικές διανοητικές κατασκευές.

Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτούς, πρώτο βήμα είναι η κάθαρση της καρδιάς μας από τα πάθη, δηλαδή η απελευθέρωσή μας απ’ ό,τι μας προκαλεί εξάρτηση μονοπωλώντας την αγάπη μας και μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε ολοκληρωτικά και χωρίς όρους το Θεό, το συνάνθρωπο και κατ’ επέκτασιν όλα τα όντα.

Η απελευθέρωση αυτή προϋποθέτει σκληρό αγώνα εναντίον των παθών, που μπορεί να κρατήσει και μια ολόκληρη ζωή. Περιέχει επίσης και μια παγίδα, τοποθετημένη όχι απ’ το Θεό, αλλά από τον εχθρό του ανθρώπινου γένους (το διάβολο) ή από τον εαυτό μας, που εύκολα παρασύρεται: η παγίδα είναι το ν’ αγωνιστούμε ενάντια στα πάθη με κίνητρο «να είμαστε δυνατοί», δηλ. υπηρετώντας και τροφοδοτώντας ένα απ’ αυτά τα πάθη, το χειρότερο, τον εγωισμό μας.

Ο αγώνας, όπως διδάσκεται στην πνευματική μας παράδοση, έχει αποτέλεσμα όταν γίνεται με ταπείνωση, ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, αποσκοπεί ακριβώς στην απόχτηση της ταπείνωσης, χωρίς την οποία δε μπορεί να υπάρξει εντός μας ούτε αγάπη ούτε φως. «Μία είναι η αρετή, η ταπείνωση», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, «αλλά, επειδή δε θα το καταλάβετε, άντε, ας πω και την αγάπη»… Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει όσα ζητάει ο Ιησούς στο κατά Λουκάν, κεφ. 6, που συνοψίζονται σε μια φράση: αγάπη στους εχθρούς και παραίτηση υπέρ των άλλων από τα δικαιώματά μας.

Ο κόσμος ποτέ δε θα συγχωρήσει τον Ιησού που δίδαξε τέτοια πράγματα – ποτέ δε θα Τον συγχωρήσει που αποκάλυψε στους ανθρώπους πως αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην πνευματική τελειότητα και μάλιστα πως αυτός ο δρόμος περνάει απ’ τη συνάντηση με τον ίδιο το Χριστό. Δεν τους άφησε να πιστεύουν πως η τελειότητα έρχεται αποχτώντας δύναμη, όπως για χιλιάδες χρόνια μας είχε παραπλανήσει ο όφις, ή πως έρχεται κάνοντας ατομικό αγώνα, με σκοπό καθαρά ατομικό, όπως μας παραπλανά τώρα.

Γιατί ο Χριστός, βλέπεις, είπε πως αυτός ο αγώνας γίνεται μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή με την ένταξή μας στο πανανθρώπινο σώμα Του, όπου όλοι μαζί κι όχι κατά μόνας, στηρίζοντας ο ένας τους άλλους, κατευθυνόμαστε προς το Θεό (το Φως – ή μάλλον «το Φως που δεν είναι Φως και γνωρίζει το όνομά μας», όπως το χαρακτήρισε ο Νείλος Στράικερ, ο Αμερικανός βουδιστής ιερέας που έγινε ορθόδοξος χριστιανός μετά από ένα πολυήμερο χριστιανικό βίωμα).

Τα στοιχεία που περιέχει η εκκλησιαστική ζωή του χριστιανού (η θεία μετάληψη, η εξομολόγηση, η νηστεία, η προσευχή και ο εκκλησιασμός) είναι τα μέσα που παρέχει ο Χριστός στους ανθρώπους ως ενίσχυση στον αγώνα για την κάθαρση της καρδιάς. Και στη συνέχεια είναι τα μέσα για την εγκατάσταση μέσα μας της θείας χάριτος, δηλαδή της άκτιστης θείας ενέργειας, που σημαίνει εγκατάσταση του ίδιου του Χριστού (κατά Ιωάννην 14, 23) και φέρνει τον άνθρωπο στην τελειότητα.

Μήπως αυτά μοιάζουν με… βουδιστικά;

Ο ορθόδοξος δρόμος προς την τελειότητα (την αγιότητα, τη σωτηρία, τον παράδεισο – τρεις λέξεις για το ίδιο πράγμα) διαφοροποιείται από τους δρόμους που διδάσκει η σοφία των ανατολικών θρησκειών και οι διάσημες δυτικοποιημένες εκδοχές τους, κυρίως κατά τρία στοιχεία του:

Ο χριστιανός προσπαθεί ν’ ακολουθήσει το δρόμο που χάραξε ο Χριστός κι όχι να χαράξει ο ίδιος το δρόμο που προτιμά ή που θεωρεί ότι «του ταιριάζει». Έτσι πρέπει να γίνει, για να νικηθεί ο εγωισμός μας, που είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, κατά τους Πατέρες ανυπέρβλητο χωρίς τη βοήθεια του Θεού.

Αν και η πνευματική πρόοδος μπορεί να συνοδεύεται από την παροχή «υπερφυσικών χαρισμάτων» που κάνουν κάποιον να είναι ιαματικός, διορατικός, αδέσμευτος από χώρο και χρόνο κ.π.ά., αλλά και να συνειδητοποιήσει την ενότητά του με όλα τα όντα και να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους και να τα βοηθήσει με την προσευχή του κ.τ.λ., τα χαρίσματα αυτά θεωρούνται δώρα του Αγίου Πνεύματος κι όχι ανάδυση δικών μας εσωτερικών δυνάμεων, που μπορεί να γίνει και με απλή εξάσκηση, χωρίς ενότητα με το Θεό. Εξάλλου, κίνητρο του αγώνα δεν είναι καθόλου μια τέτοια πνευματική ανάπτυξη, αλλά ο πόθος του Χριστού.

Ο χριστιανός αγωνιστής είναι «εραστής του Χριστού», Αυτόν επιθυμεί και απορρίπτει κάθε άλλη υπόσχεση (ανώτερης συνειδητότητας, σοφίας, γνώσης, ευεργετικών δυνάμεων κ.τ.λ.), γιατί μπορεί να τον αποπροσανατολίσει.

Τέλος, οι χριστιανοί αγωνιστές και οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι γνωρίζουν πολύ καλά και προειδοποιούν τους ανθρώπους ότι μπορεί ένα πνευματικό βίωμα, εντελώς όμοιο με αγαθό και θεϊκό, να είναι στην πραγματικότητα δαιμονικό και απατηλό.

Διδάσκουν επίσης την αποφυγή τέτοιων παγίδων με την επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων». Ίσως δεν είναι τυχαίο, που έχοντας αναπτύξει στο έπακρο αυτή την επιστήμη, απορρίπτουν τις μεθόδους τελειοποίησης των ανατολικών θρησκειών ως ατελείς, ενώ σε μερικές περιπτώσεις διακρίνουν και σκοτεινό υπόβαθρο.
* ☆★ΚΑΛΕΣ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ! ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!* ☆★
Πηγή: http://sophia-siglitiki.blogspot.gr/

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

H Γέννηση (Τάσος Λειβαδίτης)


«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
 Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
 Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.

 “Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
 Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
 Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
 και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»…

Από τη συλλογή “Ο αδελφός Ιησούς”